Δέκα χρόνια από την τελευταία -μεγάλη- αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (PSI), το 2012 που βρεθήκαμε μπροστά στο καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας», η οικονομία βρίσκεται ένα σκαλί πριν από την απόκτηση επενδυτική βαθμίδας.
Οι περισσότερες εκτιμήσεις αξιωματούχων αλλά και κορυφαίων στελεχών διεθνών οίκων «βλέπουν» -σύντομα- επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, τουλάχιστον σε επίπεδο ΒΒΒ-, μια εξέλιξη που θα «απελευθερώσει» τα κρατικά ομόλογα και θα δώσει και μια επιπλέον ώθηση σε ξένες επενδύσεις που προορίζονται για την χώρας μας αλλά τηρούν στάση αναμονής μέχρι να σταθεροποιηθεί η αναπτυξιακής πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα έχασε το «επενδυτικό πιστοποιητικό» με την έναρξη της κρίσης το 2009-2010, τότε που ξεκίνησαν τα μνημόνια. Μέχρι τότε όμως, η οικονομία όχι μόνο ήταν σε επενδυτική βαθμίδα, αλλά είχε φθάσει και στο «Α», δηλαδή στο υψηλότερο σκαλοπάτι της!
Μετά από μια δύσκολη δεκαετία δημοσιονομικής προσαρμογής η Ελλάδα βρίσκεται μια ανάσα πριν την αναβάθμιση του επενδυτικού προφίλ της. Κάτι που οφείλεται στην βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και την έξοδο της χωράς από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας που θα πραγματοποιηθεί στις 20 Αυγούστου.
Στόχος της κυβέρνησης είναι η απόκτηση της βαθμίδας μέσα στο 2023 χωρίς όμως να αποκλείονται εκπλήξεις και μέσα στην εφετινή χρόνια
Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας συνεχίζονται με την διπλή «ετυμηγορία» από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, την τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και της S&P στις 21 Οκτωβρίου.
Τι θα συμβεί με την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας; Τα κρατικά ομόλογα θα ενταχθούν στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ με συνέπεια να αυξηθεί σημαντικά η ζήτησή τους και να πέσουν οι αποδόσεις.
Και μπορεί με την κίνηση αυτή να ανοίξει ακόμα περισσότερο ο δρόμος στις Ελλάδα προς τις διεθνείς αγορές, όμως το υπουργείο Οικονομικών, έχει όλο το περιθώριο και την χρηματική άνεση για να αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις στο πρόγραμμα δανεισμού. Το μεγάλο «όπλο» αυτήν τη στιγμή είναι το ταμειακό μαξιλάρι των 40 δισ. ευρώ, το οποίο διατηρείται σε αυτά τα επίπεδα (παρά τα μέτρα στήριξης σε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις) λόγω των επιδόσεων της οικονομίας, που «ανατροφοδοτούν» τα κρατικά ταμεία.
Η Ελλάδα δηλαδή δεν έχει το άγχος του νέου δανεισμού στον ίδιο βαθμό, όπως π.χ. η Ιταλία, που οι φετινές δανειακές της ανάγκες αναθεωρήθηκαν στα 10 δισ. από τα 12 δισ. ευρώ. Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών τονίζουν πως, αφενός, δεν κρίνεται σκόπιμη στην παρούσα φάση η μείωση των εντόκων γραμματίων κατά 1 δισ ευρώ και αφετέρου αναμένεται 1 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SURE. Κινήσεις που θωρακίζουν ακόμα περισσότερο το ταμειακό «μαξιλάρι».
Οι πληροφορίες αναφέρουν, μάλιστα, ότι λόγω των ειδικών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί στις αγορές, πιθανότατα θα μείνει στο συρτάρι για φέτος ο προγραμματισμός έκδοσης «πράσινου» ομολόγου, έτσι ώστε να μην «καεί» μια έκδοση που έχει άλλη στόχευση και συνδέεται με επενδύσεις και έργα που ακόμα δεν είναι «ώριμα».
Το 2023, οι δανειακές της ανάγκες της χώρας εκτιμάται θα διαμορφωθούν στα επίπεδα των 10 δισ. ευρώ (έναντι 12 δις εφέτος). Μετά την απόφαση, μάλιστα, της ΕΚΤ να εφαρμόσει το σχέδιο επανεπένδυσης σε κρατικά ομόλογα με «ευελιξία», εκτιμάται ότι μπορεί να αγοραστούν ως το 2024 ελληνικά «ομόλογα» 15- 20 δισ. ευρώ αντί 6,5 δισ. ευρώ που είναι ο σημερινός στόχος
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP, κατά τη λήξη τους και τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Έχει ξεκαθαρίσει δε ότι η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. Κινήσεις που αναμένεται να περιορίσουν σημαντικά τις πιέσεις στις αγορές ομολόγων.
Διαβάστε ακόμη
Gov ERP: Η μεταρρύθμιση που μεταμορφώνει το κράτος
Γιάννης Καντώρος (Interamerican): Χρονιά προκλήσεων και αύξησης του κύκλου εργασιών
Ελευθέριος Χατζόπουλος: Οι νέες επενδύσεις του «βασιλιά» της συσκευασίας (pic)