Πολλά δώρα για τη χώρα μας έφερε η χθεσινοβραδινή αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch, που άνοιξε με τον καλύτερο τρόπο την αυλαία των φετινών ανακοινώσεων των διεθνών οίκων για την Ελλάδα και έδωσε ισχυρή πρόσθετη ώθηση στον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών για έκδοση 15ετούς ομολόγου τις προσεχείς ημέρες.
Η ταυτόχρονη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησής της κατά μία βαθμίδα, από “BB-” σε “BB”, και των προοπτικών, από σταθερές σε θετικές, συνοδεύτηκε από τη βεβαιότητα των αναλυτών του οίκου ότι θα επιτευχθεί συμφωνία για μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021, από την εκτίμηση ότι η ανάπτυξη έκανε άλμα στο 2,2% πέρυσι και από την πρόβλεψη ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω στο 2,5% φέτος και την επόμενη χρονιά.
Μάλιστα, ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα ο Fitch έβαλε τον πήχη στο 2,5% του ΑΕΠ για το 2021, δηλαδή 1% χαμηλότερα από τον υφιστάμενο στόχο. Παράλληλα, έδωσε ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και την οικονομική πολιτική της, τονίζοντας ότι έχει σημειώσει ταχεία πρόοδο στη μείωση των φορολογικών βαρών, στην έναρξη της αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων και στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Η χθεσινή αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας τη φέρνει πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα, από την οποία πλέον απέχει δύο σκαλοπάτια. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι ότι το βήμα αυτό γίνεται την ώρα που ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) έχει ζεστάνει τις μηχανές για την πρώτη φετινή έξοδο στις αγορές. Άνευ απροόπτου, το εγχείρημα θα υλοποιηθεί με έκδοση 15ετούς ομολόγου πιθανότατα την προσεχή Τρίτη ή, το αργότερο, έως τα τέλη της ερχόμενης εβδομάδας. Μετά το σήμα εμπιστοσύνης του Fitch, το υπουργείο Οικονομικών έχει ακόμα έναν λόγο να προσδοκά νέο ιστορικό χαμηλό στην επικείμενη ομολογιακή έκδοση.
Επιπλέον, η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας σε θετικές φέρνει πιο κοντά την επόμενη αναβάθμιση από τον Fitch και «σπρώχνει» τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Η απόσταση από την επενδυτική κατηγορία φθάνει σήμερα τις τρεις βαθμίδες στην κλίμακα των Standard & Poor’s (ΒΒ- με θετικές προοπτικές από τις 25 Οκτωβρίου 2019) και DBRS (ΒΒ Low με θετικές προοπτικές από την 1η Νοεμβρίου 2019) και διευρύνεται στις τέσσερις βαθμίδες στην κλίμακα του Moody’s (Β1 με σταθερές προοπτικές από την 1η Μαρτίου 2019). Οι S&P και DBRS έχουν προαναγγείλει στις τελευταίες αξιολογήσεις τους ότι είναι πιθανή η περαιτέρω αναβάθμιση της Ελλάδας και είναι προγραμματισμένο να ανακοινώσουν τις νέες αξιολογήσεις τους στις 24 Απριλίου. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Μαΐου, προβλέπεται η πρώτη φετινή αξιολόγηση από τον Moody’s.
Οι προβλέψεις για πλεονάσματα – ανάπτυξη
Οι αναλυτές του οίκου Fitch θεωρούν δεδομένο ότι η ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα συμφωνήσουν να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021, όπως επισημαίνεται στις βασικές παραδοχές τους. Σε άλλο σημείο της έκθεσης αναφέρουν ότι περιμένουν πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ φέτος και 2,5% του ΑΕΠ το 2021, συμπληρώνοντας εμφατικά: «Η κυβέρνηση σκοπεύει να επαναδιαπραγματευτεί τον δημοσιονομικό στόχο από το 2021 και μετά ως τμήμα μιας συμφωνημένης διαδικασίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η οποία θα λάβει υπόψη τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές επιδόσεις και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Μια μείωση του στόχου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική ώθηση στην οικονομία». Δεδομένη θεωρούν επίσης τη διατήρηση εποικοδομητικής σχέσης ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας, «με αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου συγκρούσεων που προκάλεσε οικονομική αστάθεια στο παρελθόν».
Στα καλά νέα έρχεται να προστεθεί η εκτίμηση του Fitch ότι το 2019 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 4% του ΑΕΠ (έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ), παρά τις μειώσεις φόρων και τη διανομή κοινωνικού μερίσματος, και με ανάπτυξη 2,2%, ξεπερνώντας ακόμα και την πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2020 για ανάπτυξη 2% την περυσινή χρονιά. Για φέτος ο οίκος προβλέπει ανάπτυξη 2,5% (έναντι κυβερνητικής πρόβλεψης για 2,8%), καθώς επίσης και για το 2021.
Εντούτοις, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα παραμένει πολύ συγκρατημένος, κάνοντας λόγο για σταδιακή επιβράδυνση της πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ στο 1,2% έως το 2027. Το «αγκάθι» είναι οι χαμηλές επενδυτικές τάσεις: «Οι προοπτικές μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης εξαρτώνται από την ανάκαμψη των επενδύσεων, που παραμένουν 62% χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2008 και είναι οι χαμηλότερες από όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνάρτηση με το ΑΕΠ». Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα το θετικό είναι πως «ο εξαγωγικός τομέας αποδείχθηκε ιδιαιτέρως ανθεκτικός» και «οι δείκτες καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα capital controls ήρθησαν πλήρως τον Σεπτέμβριο του 2019».
Το άθικτο «μαξιλάρι» διαθεσίμων και η πτωτική πορεία του χρέους
Τα στελέχη του Fitch δεν παραλείπουν να επισημάνουν ότι «το μεγάλο μαξιλάρι διαθεσίμων δεν θα μειωθεί», προσθέτοντας πως η χρήση του θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο αξιοσημείωτη μείωση του δημοσίου χρέους σε σχέση με το βασικό σενάριο του Fitch.
Στο σενάριο αυτό προβλέπεται ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα αποκλιμακωθεί από το 181,2% του ΑΕΠ το 2018 στο 161% έως το 2021. Ο οίκος τονίζει ότι, μολονότι το χρέος θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο, υπάρχουν παράγοντες που μετριάζουν την παράμετρο αυτή και στηρίζουν τη βιωσιμότητά του.
Ειδικότερα:
– Τα κόστη εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλά, 94% του χρέους έχει «κλειδώσει» σε σταθερό επιτόκιο και άρα ο κίνδυνος από επιτοκιακά σοκ είναι μικρός.
– Η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους (21 έτη) είναι μία από τις μεγαλύτερες σε όλα τα κράτη που αξιολογεί ο Fitch.
– Οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν στο 6,2% των εσόδων και είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο των κρατών με αξιολόγηση στις βαθμίδες “ΒΒ” και “ΒΒΒ” (7,8% και 7,1% αντιστοίχως).
– Το ονομαστικό πραγματικό επιτόκιο του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ πιο κάτω από εκείνο των περισσότερων ομολόγων της στην ευρωζώνη και επιπλέον η Ελλάδα εδραίωσε την παρουσία της στις διεθνείς αγορές το 2019 και αυτό βελτιώνει τη χρηματοδοτική ευελιξία της.
Τα 3 «κλειδιά» της αναβάθμισης
Από την εκτενή ανάλυση του Fitch προκύπτει ότι τρεις ήταν οι βασικοί παράγοντες που έδωσαν στη χώρα μας το εισιτήριο της αναβάθμισης από το “BB-” στο “BB”:
- «Η βιωσιμότητα του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθεί να βελτιώνεται, υποστηριζόμενη από ένα σταθερό πολιτικό σκηνικό, βιώσιμη αύξηση του ΑΕΠ και συνεχιζόμενο ιστορικό δημοσιονομικής υπεραπόδοσης έναντι των στόχων. Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν τις βελτιωμένες προοπτικές πολιτικής σταθερότητας και εφαρμογής πολιτικών μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου και την ισχυρότερη πεποίθηση ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα μειωθεί με σταθερό ρυθμό.
- Η ελληνική κυβέρνηση, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχει σημειώσει ταχεία πρόοδο στη μείωση φορολογικών συντελεστών στην εργασία και το κεφάλαιο και στην έναρξη της αντιμετώπισης των θεμάτων που σχετίζονται με την ποιότητα ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Επιπλέον καταβάλλει προσπάθειες να δώσει νέα ώθηση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Κατά την άποψή μας, οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τις μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας και την πεποίθηση ότι η σχέση με τους Ευρωπαίους πιστωτές θα παραμείνει εποικοδομητική. Επί του παρόντος η εκτίμησή μας για την τάση της αύξησης του ΑΕΠ διατηρείται στο 1,2%, αλλά απτή πρόοδος στην ατζέντα πολιτικών της κυβέρνησης (η οποία στοχεύει στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων) θα μπορούσε να δώσει πρόσθετη ώθηση στη βελτίωση της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης.
- Έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι η δημοσιονομική στάση θα παραμείνει προσεκτική. Αναμένουμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης της Ελλάδας έφθασε το 4% του ΑΕΠ το 2019, πάνω από τον στόχο του 3,5%. Αυτός είναι ο τέταρτος συνεχόμενος χρόνος που η Ελλάδα υπεραποδίδει έναντι των συμφωνημένων στόχων με τους Ευρωπαίους πιστωτές. Αναμένουμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωθεί στο 3,5% και 2,5% του ΑΕΠ αντιστοίχως το 2020 και το 2021. Η κυβέρνηση σκοπεύει να επαναδιαπραγματευτεί τον δημοσιονομικό στόχο από το 2021 και μετά ως τμήμα μιας συμφωνημένης διαδικασίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η οποία θα λάβει υπόψη τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές επιδόσεις και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Μια μείωση του στόχου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική ώθηση στην οικονομία».
Τα θετικά και τα αδύναμα σημεία της Ελλάδας
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, η νέα μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας μας αντανακλά μια σειρά από θετικά στοιχεία και εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη και τα ευάλωτα σημεία της ελληνικής οικονομίας.
Στα θετικά συγκαταλέγονται τα εξής:
- Υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, πολύ πάνω από τον μέσο όρο των κρατών με βαθμολογία “ΒΒ” και “ΒΒΒ”.
- Το προφίλ του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης είναι εξαιρετικά ευνοϊκό και η δημοσιονομική επίδοση τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν ισχυρή, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες χώρες της κατηγορίας “ΒΒ”.
- Οι δείκτες διακυβέρνησης είναι επίσης πολύ καλύτεροι απ’ ό,τι στις περισσότερες ανάλογες χώρες με βαθμολογία κάτω από την επενδυτική κατηγορία.
- Τα ταμειακά διαθέσιμα της Ελλάδας είναι υψηλά και έχουν παραμείνει αμετάβλητα μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, φθάνοντας τα 26,8 δισ. ευρώ (14,5% το ΑΕΠ). «Το μαξιλάρι διαθεσίμων καλύπτει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας πέραν του 2021, παρέχοντας σημαντικό ανάχωμα κατά του κινδύνου αναχρηματοδότησης», προσθέτει o Fitch.
- Οι αποδόσεις στα ελληνικά ομόλογα έχουν μειωθεί αξιοσημείωτα: το 10ετές ήταν στο 1,4% στις αρχές του 2020, έναντι 4,3% ένα χρόνο νωρίτερα.
- Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την πρόωρη αποπληρωμή του ακριβότερου τμήματος του δανείου του ΔΝΤ (2,7 δισ. ευρώ).
- Ο προϋπολογισμός του 2020 περιλαμβάνει ένα πακέτο φιλικών προς την ανάπτυξη μέτρων (ύψους 0,6% του ΑΕΠ), με επίκεντρο τη μείωση φορολογικών συντελεστών και την αύξηση κοινωνικών επιδομάτων για τις οικογένειες. Οι αναλυτές του οίκου σημειώνουν πως η δημοσιονομική προσαρμογή από το 2015 υπήρξε αξιοθαύμαστη, αλλά βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα φορολογικά έσοδα και στην υποεκτέλεση των επενδυτικών δαπανών, συνεπώς «ο προϋπολογισμός του 2020 αποτελεί ένα βήμα μπροστά προς την κατεύθυνση της επανεξιοσορρόπησης του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής». Όπως αναφέρουν, «η ευρεία στροφή από τους φόρους στην εργασία και το κεφάλαιο προς φόρους που δημιουργούν λιγότερες στρεβλώσεις (π.χ. φόρο ακινήτων) έχει τη δυναμική να στηρίξει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση. Οι μειώσεις στον φόρο εισοδήματος στοχεύουν στα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα και θα πρέπει επομένως να έχουν υψηλότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην ανάπτυξη.
Tα ευάλωτα σημεία της χώρας μας είναι τα ακόλουθα:
- Αδύναμη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική.
- Εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα.
- Υψηλό στοκ χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και καθαρού εξωτερικού χρέους. «Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει αρνητικό και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση στο -133% του ΑΕΠ είναι σημαντικά πιο αδύναμη από τον μέσο όρο των χωρών με βαθμολογία “BB”, ο οποίος είναι -25% του ΑΕΠ», σημειώνουν οι αναλυτές του Fitch.
- Αδυναμίες του τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένου του πολύ υψηλού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με την έκθεση, ο κίνδυνος αστάθειας στη χρηματοπιστωτική αγορά μειώνεται χάρη στη σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης και την εποικοδομητική σχέση με τους Ευρωπαίους πιστωτές.
Για τις τράπεζες ο οίκος αναγνωρίζει ότι «το προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας συνεχίζει να βελτιώνεται, με τη βοήθεια της εισροής καταθέσεων και της καλύτερης πρόσβασης στη χρηματοδότηση από την αγορά, χάρη στην επιστροφή της καταθετικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης». Παρατηρεί επιπλέον πως «τα μαξιλάρια ρευστότητας είναι ακόμα αρκετά χαμηλά, αλλά αυξάνονται» και ότι «οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών ξεπερνούν τις ελάχιστες απαιτήσεις, αλλά η κεφαλαιοποίηση εξακολουθεί να είναι πολύ ευάλωτη σε σοκ που σχετίζονται με την ποιότητα ενεργητικού. Η ανάκαμψη στις τιμές των ακινήτων στηρίζει τις αξίες των ενέχυρων και την όρεξη για επενδύσεις σε ελληνικά προβληματικά στοιχεία ενεργητικού».
Οι προϋποθέσεις για περαιτέρω αναβάθμιση
Σύμφωνα με τον Fitch, εξελίξεις που, μεμονωμένα ή αθροιστικά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι οι ακόλουθες:
– Συνεχιζόμενο ιστορικό μείωσης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διατηρηθεί σε βάθος χρόνου.
– Συνεπές ιστορικό συνετής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, υποστηριζόμενης από μια λειτουργική σχέση με τους πιστωτές του επίσημου τομέα και από ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
– Χαμηλότεροι κίνδυνοι μετάδοσης των κινδύνων του τραπεζικού τομέα στον κρατικό προϋπολογισμό.
Τι πρέπει να αποφευχθεί, για να μην υπάρξει υποβάθμιση
Στον αντίποδα, εξελίξεις που, μεμονωμένα ή αθροιστικά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της Ελλάδας είναι οι εξής:
– Χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής που υπονομεύει την εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης.
– Αρνητικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που θα αυξήσουν τους κινδύνους για την πραγματική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά.
– Επανεμφάνιση συνεχιζόμενων μεγάλων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και περαιτέρω αποδυνάμωση της καθαρής εξωτερικής θέσης της χώρας.
Η δήλωση Σταϊκούρα
«Η αναβάθμιση αυτή αντανακλά τη βελτίωση των προοπτικών, την ενίσχυση της σταθερότητας και την τόνωση της εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου», επισήμανε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αργά χθες το βράδυ, μετά την ανακοίνωση του Fitch και πρόσθεσε: «Η Ελληνική Κυβέρνηση σημείωσε ταχεία πρόοδο στη μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, έχει προχωρήσει στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, έχει προωθήσει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, ακολουθεί μία συνετή, φιλο-αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική και βελτιώνει τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Η αναβάθμιση αυτή είναι ιδιαίτερα θετική για την οικονομία και τη χώρα. Όμως, δεν εφησυχάζουμε. Συνεχίζουμε, με σταθερά και γοργά βήματα για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και τη βιώσιμη ανάπτυξή της, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Η χώρα πάει μπροστά, με αυτοπεποίθηση, σιγουριά και ασφάλεια!».