search icon

Οικονομία

Πλήγμα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις η αύξηση του κατώτατου μισθού

Οι αυξήσεις κλείνουν τρύπες του ΕΦΚΑ και όχι της τσέπης των εργαζομένων - Κλειδωμένη η μείωση του αφορολογήτου για τους δανειστές: «Δεν θα γίνει αυτό που έγινε με τις συντάξεις, το μέτρο είναι διαρθρωτικό, όχι δημοσιονομικό»

του Κωστή Πλάντζου

Παγίδα για τον εμπορικό κόσμο και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις στήνει η κυβέρνηση. Με το θετικό μέτρο της δια νόμου αύξησης του κατώτατου μισθού προκαλεί ένα «δημιουργικό χάος» στην αγορά, εξυπηρετώντας ιδιαίτερα τόσο τους δανειστές όσο και τους μεγάλους οικονομικούς ομίλους.

Ευρωπαϊκές πηγές που μας μίλησαν δήλωναν έκπληκτοι αλλά όχι ανήσυχοι από την απόφαση του Μαξίμου για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%. «Δεν μας είχαν προϊδεάσει για κάτι τέτοιο», αναφέρουν χαρακτηριστικά, «αλλά δεν είναι πρόβλημα». Και εξηγούν:

«Η απόφαση της κυβέρνησης υπερβαίνει και τις προτάσεις της επιτροπής των 5 καθηγητών που μιλούσαν για αυξήσεις 5%-10%. Βραχυπόθεσμα, πάντως, η αύξηση του κατώτατου μισθού σημαίνει και αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ. Κι αυτό είναι χρήσιμο για το ασφαλιστικό σύστημα, ειδικά από τη στιγμή που δεν κόπηκαν οι συντάξεις».

Πράγματι, μια ψύχραιμη ανάγνωση δείχνει ότι το κέρδος των 140 ευρώ μεικτά μηνιαίως για νέους έως 25 ετών ή τα 64 ευρώ για τους άνω των 25 που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό δεν θα φτάσουν ολόκληρα στην τσέπη των εργαζομένων, αλλά τα 17-37 ευρώ από αυτά θα καταλήγουν στον ΕΦΚΑ.

Θεωρούν δηλαδή ότι το κράτος, αντί να επιβάλει μια νέα εισφορά στις επιχειρήσεις, προωθεί έναν νέο κοινωνικό πόρο υπέρ του ασφαλιστικού, της τάξεως των 200-450 ευρώ ανά εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό – ειδικά αν δικαιούται και έξτρα τριετίες ή οικογενειακά επιδόματα. Με αυτόν τον τρόπο θα καλύψει το ελλειμματικό ισοζύγιο υποαμειβόμενων εργαζομένων και συνταξιούχων χωρίς να αναμένει πότε θα αυξηθεί η απασχόληση για να επιτευχθεί μια υγιής σχέση. Παραβλέπουν, όμως, τον κίνδυνο έξαρσης στην ημιαπασχόληση και την υποκατάσταση (στα χαρτιά) της πλήρους εργασίας από τη μερική.

Απ’ όσα περισσεύουν για τους εργαζομένους, άλλα 8-15 ευρώ θα μπαίνουν αυτομάτως στα κρατικά ταμεία, ως ΦΠΑ, για όσα θα καταναλώνουν από την πρώτη κιόλας συναλλαγή, ενώ από τα υπόλοιπα 30-90 ευρώ που θα τους απομένουν κάθε μήνα το Δημόσιο προσδοκά να εισπράξει άμεσα έσοδα από πληρωμές παλαιών οφειλών ή για τρέχοντες φόρους που δεν θα τα εισέπραττε ποτέ αλλά θα κατέληγαν στα ληξιπρόθεσμα, όπως ο ΕΝΦΙΑ ή τα τέλη κυκλοφορίας, ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα κ.λπ.
 
«Μείωση αφορολογήτου οπωσδήποτε»

Σε λιγότερο από 12 μήνες, όμως, αυτά τα περίπου 500-1.000 ευρώ καθαρά τον χρόνο που θα θεωρήσουν κέρδος τους οι εργαζόμενοι θα φορολογηθούν με σκοπό να εισπράξει 100-200 ευρώ επιπλέον το Δημόσιο από φόρους εισοδήματος.

Η κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί ότι το αφορολόγητο δεν θα μειωθεί από 1.1.2020 στα 5.685 ευρώ (από 8.656 ευρώ σήμερα) εφόσον επανεκλεγεί. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μη μειωθεί», λένε ωστόσο οι ίδιες ευρωπαϊκές πηγές. «Δεν έχει καμία σχέση με ό,τι έγινε για τις συντάξεις, δεν είναι δημοσιονομικό μέτρο αλλά διαρθρωτικό, για να πληρώνουν περισσότεροι από λίγα και όχι λίγοι τόσα πολλά και να διασφαλιστούν η ροή και η εισπραξιμότητα των κρατικών εσόδων». Είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα που επικαλείται δημοσίως ο επικεφαλής του EuroWorking Group (που εκφράζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις) Χανς Φάιλμπριφ. Πιο διαλλακτικές εμφανίζονται πηγές της Κομισιόν: «Να περιμένουμε να δούμε και το προσχέδιο του νέου Προϋπολογισμού που θα καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση στις Βρυξέλλες τον Οκτώβριο». Παραδέχονται όμως ότι τον Οκτώβριο αποσύρεται όλη η παλιά φρουρά της Κομισιόν, καθώς λήγει η θητεία της και αλλάζει μετά τις ευρωεκλογές και επομένως ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και ο Πιερ Μοσκοβισί δεν θα βρίσκονται πια εκεί για να βάζουν πλάτη στα αιτήματα ή τις επιδιώξεις της Αθήνας.
 
Υπέρ των ισχυρών
 
Θα υπάρξει και αναζωογόνηση της οικονομίας μέσω αύξησης της κατανάλωσης, συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές υιοθετώντας το επιχείρημα του οικονομικού επιτελείου αλλά και των εργοδοτικών οργανώσεων (ΓΣΕΒΕΕ, ΓΣΕΕ). Οι απαντήσεις δυσκολεύουν, όμως, στη διαπίστωση ότι ο νόμος δεν εμπόδιζε μέχρι τώρα τους εργοδότες να αμείβουν -αν ήθελαν- με περισσότερα χρήματα τους εργαζομένους τους πέραν των ελαχίστων ορίων των 510-586 ευρώ τον μήνα. «Δεν μπορούσαν να διαφοροποιηθούν γιατί έπρεπε να αντέξουν στον ανταγωνισμό με επιχειρήσεις που θα είχαν χαμηλότερο μισθολογικό κόστος», είναι η αμήχανη απάντηση.

Και στην επισήμανση ότι η μείωση στον κατώτατο και υποκατώτατο εξυπηρετούσε μόνο τις πολύ μικρές επιχειρήσεις για να μη διώξουν προσωπικό, απαντούν με νόημα: «Αυτό ίσχυε στην εποχή της κρίσης, αλλά χωρίς μνημόνιο τα δεδομένα αλλάζουν και όποιος αντέξει θα προχωρήσει». Αποδέχονται δηλαδή ότι οι μικροί και πιο αδύναμοι έμποροι και επιχειρηματίες αφήνονται στην τύχη τους, θεωρώντας πως το κενό απασχόλησης θα καλύψουν οι ισχυρότεροι οικονομικά όμιλοι και ότι αυτό αποτελεί βήμα μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας προς μεγαλύτερα συνεργατικά σχήματα, αφήνοντας εκτός αγοράς τους μικρούς.
 
«Δεν έχει σημασία ο μισθός»
 
Οσο για την απώλεια ανταγωνιστικότητας και την ενδεχόμενη κρίση απασχόλησης που μπορεί να προκληθεί, στις Βρυξέλλες δεν δείχνουν να ανησυχούν και τόσο. «Το πρόβλημα δεν είναι οι μισθοί αλλά ότι χάνετε έδαφος στις μεταρρυθμίσεις. Εγιναν πολλές και η Ελλάδα ξεκόλλησε από τον πάτο της διεθνούς κατάταξης, αλλά ενώ έφτασε στο μέσο, υποχωρεί ξανά γιατί άλλες χώρες τρέχουν ταχύτερα στις μεταρρυθμίσεις. Στο θέμα αυτό δεν θα υπάρξει καμία διάθεση συμβιβασμού από τη νέα ηγεσία της Ευρώπης μετά τις ευρωεκλογές. Η Ελλάδα θα υποχρεωθεί -και από μόνη της- να κάνει άλματα μπροστά για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος και οι χαμηλοί μισθοί δεν τη σώζουν ούτως ή άλλως». 

Exit mobile version