Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα μεταξύ του Πρωθυπουργού και του Προεδρείου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, διαπιστώθηκε η κοινή βούληση για εντατικοποίηση της συνεργασίας των δύο πλευρών, προκειμένου να επιταχυνθεί η μείωση των κόκκινων δανείων, η χρηματοδότηση της οικονομίας και η προστασία της πρώτης κατοικίας.
Ο Πρωθυπουργός περιέγραψε το σχέδιο της κυβέρνησης για τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων με την ταυτόχρονη προστασία της πρώτης κατοικίας, που θα συμβάλλει στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Στο πλαίσιο αυτό συμφωνήθηκε:
– Η δημιουργία κοινής ομάδας εργασίας για τον εκσυγχρονισμό του πτωχευτικού δικαίου και τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που θα λαμβάνει υπόψη την ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης για την επιδότηση των επιλέξιμων δανειοληπτών, αλλά και τα κεφαλαιακά και εποπτικά δεδομένα των τραπεζών.
– Η παράταση του ισχύοντος καθεστώτος προστασίας της πρώτης κατοικίας έως το τέλος Φεβρουαρίου, προκειμένου σε αυτό το διάστημα να διαμορφωθεί από κοινού το νέο αναγκαίο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας και του πτωχευτικού δικαίου των ιδιωτών.
Νωρίτερα, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Νίκος Καραμούζης, εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου δήλωσε πως «Είχαμε μια ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του, συζητήσαμε όλα τα θέματα που αφορούν τον τραπεζικό κλάδο, κυρίως τα θέματα της πρώτης κατοικίας και είχαμε μια θετική προσέγγιση».
Ο κ. Καραμούζης σημείωσε ότι «και οι δυο πλευρές θέλουν να βρουν λύσεις που προστατεύουν το κοινωνικό σύνολο και την πρώτη κατοικία, αλλά κυρίως διασφαλίζουν την ευρωστία και την προοπτική του τραπεζικού συστήματος».
Σήμερα ο νόμος Κατσέλη προστατεύει την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμό εφόσον η αντικειμενική της αξία δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για έναν ενήλικα (το ποσό προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 για ζευγάρι, 240.000 για οικογένεια με ένα παιδί, 260.000 για οικογένεια με δύο παιδιά και 280.000 για οικογένεια με τρία παιδιά) και το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ 13.906 ευρώ και 40.800 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση.