«Οι ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συνεχίζουν να έχουν σοβαρές ανησυχίες, όσον αφορά στην αδυναμία πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση. Το κενό χρηματοδότησής τους παραμένει μεγάλο, παρά την αυξημένη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων και τη μείωση των επιτοκίων». Αυτό τόνισε το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Fabio Panetta, στην 24η συζήτηση στρογγυλής τραπέζης του Economist με την Ελληνική Κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας πως, για να στηριχθεί η ανάκαμψη, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η στήριξη από την πλευρά της πολιτικής ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η συνεχής παροχή πιστώσεων.
Αναλυτικά η ομιλία του Fabio Panetta έχει ως εξής
Σας ευχαριστώ που με προσκαλέσατε στη σημερινή εκδήλωση για να μιλήσω για την απάντηση στην κρίση του κορωνοϊού (COVID-19), με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα.
Η πανδημία έχει προκαλέσει σημαντική αναστάτωση και δυσκολίες σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής μας και θα χρειαστεί να περάσει χρόνος ώσπου να θεραπευτούν οι πληγές που μας άφησε.
Η οικονομία της ζώνης του ευρώ έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Σήμερα, θα υποστηρίξω ότι, αν και ανταποκρίθηκε σε μια πολύ σοβαρή πρόκληση, η Ευρώπη δεν έχει διαφύγει ακόμη τον κίνδυνο. Στην Ελλάδα, οι ευρωπαϊκές και οι εθνικές πολιτικές διαδραμάτισαν μαζί καίριο ρόλο στην απορρόφηση του σοκ, χρειάζονται όμως περισσότερες προσπάθειες.
Ταυτόχρονα, και όπως είπε κάποτε ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής: «Η θεραπεία είναι ζήτημα χρόνου, κάποιες φορές όμως είναι και ζήτημα ευκαιρίας»[1]. Η Ευρώπη – και ιδίως η Ελλάδα – έχουν τώρα μια τέτοια ευκαιρία. Το σχέδιο «Next Generation EU» προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για την ανάκαμψη από την κρίση με ευρωπαϊκά κονδύλια και με τη στήριξη των εθνικών πολιτικών. Αν χρησιμοποιηθεί σωστά, θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία να αναρρώσει μετά την πανδημία: μπορεί επίσης να ενισχύσει το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας μεσοπρόθεσμα.
Η Ευρώπη ανταποκρίθηκε σε μια πολύ σοβαρή πρόκληση, αλλά δεν έχει ακόμη διαφύγει τον κίνδυνο
Η εξαιρετική φύση της διαταραχής που προκάλεσε η πανδημία απαίτησε και εξαιρετική αντίδραση πολιτικής από την ΕΚΤ. Έτσι, θέσαμε σε εφαρμογή το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (ΡΕΡΡ), το οποίο περιλαμβάνει και ελληνικά ομόλογα, με σκοπό να χαλαρώσουμε σημαντικά την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μας και να σταθεροποιήσουμε τις αγορές.
Ήταν επιτακτική η ανάγκη να προστατεύσουμε την οικονομία από τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης. Γι’ αυτό, χαλαρώσαμε τους όρους υπό τους οποίους παρέχουμε ρευστότητα στις τράπεζες και ενισχύσαμε τα κίνητρα για επέκταση των τραπεζικών δανείων προς την πραγματική οικονομία. Χαλαρώσαμε επίσης τους κανόνες για τις εξασφαλίσεις – το σημαντικό για την Ελλάδα είναι ότι καταργήσαμε προσωρινά τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την αποδοχή ελληνικών κρατικών χρεογράφων ως εξασφάλισης για πράξεις κεντρικής τράπεζας.
Η δέσμη των μέτρων πολιτικής μας σταθεροποίησε τις αγορές και στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα, μετά την κατάρρευση που σημειώθηκε κατά το πρώτο μέρος του έτους. Οι έγκαιρες ενέργειές μας απέτρεψαν τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση και ανέκοψαν τον χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό εντός της ζώνης του ευρώ. Αντιμετωπίζοντας με επιτυχία την παροχή χρηματοδότησης με πιο αυστηρούς όρους, τα μέτρα μας στηρίζουν τις προοπτικές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Η συμπερίληψη ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας συνέβαλε στη σταθεροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Οι διαφορές επιτοκίων μειώθηκαν σημαντικά, ασκώντας σαφώς θετικές δευτερογενείς επιδράσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η διαφορά απόδοσης μεταξύ των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών μειώθηκε κατά περίπου 250 μονάδες βάσης από την έναρξη του έκτακτου προγράμματός μας.
Έχουμε όμως ακόμη δρόμο μπροστά μας.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ αναμένεται συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ κατά 8,0% φέτος. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται ότι θα επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης την επόμενη διετία αλλά ότι θα φθάσει σε επίπεδα προ κρίσης μόνο έως το τέλος του 2022. Ο πληθωρισμός θα παραμείνει συγκρατημένος: στη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα προβολής αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα αρκετά κατώτερα από τον στόχο μας.
Αυτές οι προοπτικές περιβάλλονται από επίμονα υψηλή αβεβαιότητα. Ο κίνδυνος επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας επηρεάζει αρνητικά την κατανάλωση των νοικοκυριών, ενώ οι αδυναμίες στους ισολογισμούς ενδέχεται να επηρεάσουν την παροχή πιστώσεων και να συντελέσουν στη μείωση των επιχειρηματικών επενδύσεων. Πράγματι, η ανάκαμψη στον τομέα των υπηρεσιών – σε έναν τομέα που παραμένει ευπαθής στην αναζωπύρωση των κρουσμάτων COVID-19 επειδή επηρεάζεται περισσότερο από την κοινωνική αποστασιοποίηση – πρόσφατα κάπως επιβραδύνθηκε. Συνολικά, οι κίνδυνοι εξακολουθούν να είναι περισσότερο καθοδικοί.
Τα αποτελέσματα των μέτρων νομισματικής πολιτικής που λάβαμε είναι αξιοσημείωτα, δεν είναι όμως ακόμη απολύτως ικανοποιητικά, καθώς οι πιέσεις στις τιμές και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό αναμένεται να παραμείνουν υποτονικές. Έχοντας υπόψη τις τρέχουσες προοπτικές για τον πληθωρισμό, πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε σε επαγρύπνηση και να αξιολογούμε προσεκτικά τις εισερχόμενες πληροφορίες, μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι αναγκαίο να διατηρηθούν πολύ ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας και μια διευκολυντική, σε μεγάλο βαθμό, νομισματική πολιτική για παρατεταμένη χρονική περίοδο, και σε κάθε περίπτωση για όσο διάστημα κρίνεται αναγκαίο. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ παραμένει έτοιμο να προσαρμόσει καταλλήλως όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός κινείται με διατηρήσιμο τρόπο προς επίπεδα συμβατά με την επιδίωξή του.
Ταυτόχρονα, και άλλες πολιτικές – κυρίως η δημοσιονομική πολιτική και οι διαρθρωτικές πολιτικές – θα πρέπει να διαδραματίσουν καίριο ρόλο σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην Ελλάδα, οι εθνικές πολιτικές και οι πολιτικές της ΕΕ διαδραμάτισαν μαζί καίριο ρόλο στην απορρόφηση του σοκ, θα χρειαστούν όμως περισσότερες προσπάθειες
Η Ελλάδα αντέδρασε γρήγορα και αποτελεσματικά όσον αφορά τον περιορισμό της πανδημίας, όμως τα σχετικά μέτρα αναπόφευκτα είχαν κόστος για την ελληνική οικονομία.
Ενώ η κρίση αυτή δεν αφορά συγκεκριμένες χώρες, στην Ελλάδα επέτεινε τις υφιστάμενες αδυναμίες. Ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολουθεί να είναι επιβαρυμένος με μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), γεγονός που περιορίζει την ικανότητά του να στηρίξει την ανάκαμψη.
Οι ελληνικές εθνικές πολιτικές που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση περιλαμβάνουν άμεσα δάνεια από το κράτος (Επιστρεπτέα Προκαταβολή) και δύο προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας – ένα πρόγραμμα εγγυοδοσίας και ένα πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενης επιδότησης επιτοκίου για τα νέα επιχειρηματικά δάνεια. Ο συνολικός όγκος των δανείων αυτών αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 13 δισεκ. ευρώ, ή 7,7% του ΑΕΠ. Τα δάνεια αυτά συμπληρώνουν την ευρύτερη δέσμη δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν ως απάντηση στην πανδημία, μεταξύ άλλων επιδοτήσεις επιτοκίου για υφιστάμενα εξυπηρετούμενα δάνεια, ομόλογα και τραπεζικές υπεραναλήψεις, μειώσεις και αναβολές φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας.
Μέχρι στιγμής, τα μέτρα πολιτικής της ΕΚΤ και οι συναφείς ελληνικές πολιτικές έχουν στηρίξει τα τραπεζικά δάνεια προς τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, τα οποία έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ τα πιστοδοτικά κριτήρια έχουν διατηρηθεί σταθερά σε γενικές γραμμές. Τον Ιούλιο καταγράφηκε μεγάλη καθαρή ροή δανείων – άνω του 1 δισεκ. ευρώ, στηριζόμενη ιδίως από το πρόγραμμα εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συνεχίζουν να έχουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την αδυναμία πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση. Το κενό χρηματοδότησής τους παραμένει μεγάλο, παρά την αυξημένη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων και τη μείωση των επιτοκίων. Για να στηριχθεί η ανάκαμψη, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η στήριξη από την πλευρά της πολιτικής ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η συνεχής παροχή πιστώσεων.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον, είναι πολύ σημαντικό να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι οποίες χρειάζονται για να στηριχθεί η διαδικασία μείωσης των ΜΕΔ και να εξασφαλιστεί η επαρκής προσφορά πιστώσεων στη διάρκεια της ανάκαμψης. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αφορούν μεταξύ άλλων τη βελτίωση του πλαισίου ηλεκτρονικών δημοπρασιών, την αναθεώρηση του πλαισίου αφερεγγυότητας, τη μείωση των υποθέσεων αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων και την εκκαθάριση των κρατικών εγγυήσεων για τραπεζικά δάνεια οι οποίες έχουν καταπέσει.
Η χρηματοδότηση που παρέχεται μέσω του σχεδίου «Next Generation EU» αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα
Η χρηματοδότηση μέσω του σχεδίου «Next Generation EU» δημιουργεί μια εξαιρετική ευκαιρία.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εκδώσει κοινό χρέος για την αντιμετώπιση μιας κοινής διαταραχής. Η δημοσιονομική πολιτική θα μπορέσει έτσι να συντονιστεί περισσότερο με τη νομισματική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: δανειζόμαστε μαζί για να ανακάμψουμε από την κρίση και να επενδύσουμε στο μέλλον μας.
Όλες οι χώρες της ΕΕ θα ωφεληθούν από αυτήν την κοινή απάντηση. Όμως, προκειμένου τα ευρωπαϊκά μέτρα να είναι αποτελεσματικά απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και ανάληψη αποφασιστικής δράσης σε εθνικό επίπεδο.
Με τον καιρό, η ανάγκη να αντισταθμιστεί ο άμεσος αντίκτυπος της πανδημίας θα αντικατασταθεί από την ανάγκη για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη στήριξη βιώσιμης ανάκαμψης. Δεδομένου ότι τα εθνικά μέτρα στήριξης έχουν αρχίσει σταδιακά να αποσύρονται, θα χρειαστεί μια καλά σχεδιασμένη και συντονισμένη προσέγγιση αν θέλουμε να αποφύγουμε δυσανάλογα αρνητικές συνέπειες. Οι πολιτικές θα πρέπει να πετύχουν τη σωστή ισορροπία ώστε να εκπληρώσουν τον διττό στόχο της σταθεροποίησης και του εκσυγχρονισμού.
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, οι σημαντικοί πόροι που αναμένεται να αντληθούν μέσω του σχεδίου «Next Generation EU» αποτελούν ευκαιρία να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Αυτοί οι πόροι θα πρέπει να διοχετευθούν σε επενδυτικά προγράμματα που είναι απολύτως αναγκαία για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και θα πρέπει να συνοδεύονται από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Συμπεράσματα
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω. Η Ευρώπη ανταποκρίθηκε σε μια πολύ σοβαρή πρόκληση, δεν έχει όμως ακόμη διαφύγει τον κίνδυνο. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλες τις πολιτικές του, ανάλογα με τα εισερχόμενα δεδομένα, ούτως ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό σε επίπεδα συμβατά με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές και οι ελληνικές εθνικές πολιτικές πρέπει να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τον καίριο ρόλο τους όσον αφορά την απορρόφηση της διαταραχής, τη στήριξη της ανάκαμψης και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης.
Το σχέδιο «Next Generation EU» προσφέρει στην Ελλάδα μια μεγάλη ευκαιρία. Σε συνδυασμό με σθεναρές εθνικές πολιτικές, μπορεί να θέσει τα θεμέλια για μια ελληνική οικονομία που θα ευημερεί και θα δημιουργεί θέσεις εργασίας.