Μπορεί να μοιάζει αντιφατικό, ωστόσο το «κάθε πέρυσι και καλύτερα» ταιριάζει και στον τουρισμό των μεγάλων ρεκόρ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πόσα ξοδεύουν οι ξένοι επισκέπτες.
Και αυτό γιατί παρά την αδιαμφισβήτητα μεγάλη άνοδο των τελευταίων ετών που οδήγησε σε εισπράξεις άνω των 16 δισ. ευρώ και αφίξεις -μαζί με την κρουαζιέρα- σε επίπεδα άνω των 33 εκατομμυρίων, οι ξένοι τουρίστες από τις βασικότερες αγορές εισερχόμενου τουρισμού για την Ελλάδα μείωσαν τη μέση δαπάνη σε κάθε ταξίδι τους στη χώρα μας στην τετραετία 2015- 2018. Γερμανοί, Βρετανοί, Aμερικάνοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Ολλανδοί και Κύπριοι έχουν κάνει περικοπές στα έξοδά τους ως τουρίστες στους ελληνικούς προορισμούς την τελευταία τετραετία, όπως καταγράφει το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, ενώ η… εξαίρεση έρχεται από τους Βαλκάνιους, οι οποίοι ωστόσο διαθέτουν πολύ χαμηλό budget και αντιπροσωπεύουν μικρό μερίδιο επί του συνόλου των εισπράξεων. Ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση ότι οι γείτονές μας από τη Βόρεια Μακεδονία είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά και είναι οι μόνοι που συνέχισαν να αυξάνουν, από το 2015 και μετά, σταθερά ανά έτος, τη μέση δαπάνη ανά ταξίδι στη χώρα μας, έστω και αν, από την άλλη πλευρά, είναι σταθερά μειούμενος, κάθε χρόνο, ο αριθμός των επισκεπτών στη χώρα μας.
To Iνστιτούτο ΣΕΤΕ αποδίδει τη μείωση των δαπανών των ξένων τουριστών στη χώρα μας, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής, που αποτελεί ούτως ή άλλως παγκόσμια τάση, σε συνδυασμό και με άλλες παραμέτρους, όπως π.χ. την ενίσχυση του μεριδίου της Αθήνας ως προορισμού, που προσελκύει τουρίστες του Σαββατοκύριακου, οι οποίοι επίσης έρχονται για μικρό χρονικό διάστημα. Από την άλλη πλευρά, μια πιο λεπτομερής ματιά στα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας ως προς τη δαπάνη ανά διανυκτέρευση -και όχι ανά ταξίδι- δείχνει ότι οι ξένοι επισκέπτες από τις βασικότερες αγορές για τη χώρα μας ξοδεύουν λιγότερα σε σχέση με μία τετραετία πριν. Ενδεικτικά, οι Γερμανοί το 2015 ξόδευαν 72 ευρώ και πλέον 70 ευρώ σε κάθε τους διανυκτέρευση, οι Βρετανοί από τα 85 ευρώ προ τετραετίας έπεσαν στα 75 ευρώ, οι Αμερικάνοι από τα 110 ευρώ του 2015 στα 89 ευρώ, οι Ρώσοι από τα 77 ευρώ του 2015 στα 66 ευρώ του 2018, οι Γάλλοι από 83 ευρώ στα 69 ευρώ πέρυσι κ.ο.κ.
Το 2019 έχει ξεκινήσει δυναμικά σε ό,τι αφορά τις εισπράξεις, αν ληφθεί υπόψη ότι για πρώτη φορά τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας παραπέμπουν σε εντυπωσιακή άνοδο το πρώτο τετράμηνο, κατά 22,8%, φτάνοντας το 1,3 δισ. ευρώ, με οριακή αύξηση αφίξεων, κατά 0,5%, λίγο κάτω από τα 3 εκατομμύρια επισκέπτες. Τα ποσοστά, σε πρώτη ανάγνωση, παραπέμπουν σε αύξηση των δαπανών των ξένων επισκεπτών στη χώρα μας. Ωστόσο, οι τουριστικοί παράγοντες κρατούν προς το παρόν μικρό καλάθι και δεν διαπιστώνουν, αλλαγές στο μείγμα των τουριστών με την προσέλκυση μεγαλύτερων «βαλαντίων», κάτι που αποτελεί άλλωστε ζητούμενο για τον κλάδο στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα προς την κατεύθυνση της ποιότητας (εσόδων) και όχι της ποσότητας (αφίξεων). Οπως σημειώνουν οι ίδιοι, «υπάρχουν πολλές πιθανότητες η άνοδος να είναι συγκυριακή, πέραν του ότι, ούτως ή άλλως, το πρώτο τετράμηνο αντιπροσωπεύει πολύ μικρό, ακόμη και κάτω του 10% επί του συνόλου του ελληνικού τουρισμού, ο οποίος παρουσιάζει έντονη εποχικότητα, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν το 70% των αφίξεων και το 75% των εισπράξεων καταγράφεται την περίοδο Ιουνίου- Σεπτεμβρίου. Η πραγματική εικόνα θα φανεί μετά το καλοκαίρι».
Γεγονός πάντως είναι ότι το ξεκίνημα της σεζόν, στο δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου, ήταν υποτονικό και σίγουρα χειρότερο σε σχέση με πέρυσι, ενώ μόλις από το δεύτερο μισό του Ιουνίου και μετά άρχισαν να «τσιμπάνε» οι κρατήσεις, με πολλά από τα ελληνικά ξενοδοχεία να πραγματοποιούν εκπτώσεις για να ενισχύσουν τις πληρότητές τους. Ακριβώς αυτό το σκηνικό κάνει την Τράπεζα της Ελλάδος να εκτιμά για φέτος, στην έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσίευσε στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, ότι «αν και τα στοιχεία αφίξεων και εισπράξεων μη κατοίκων του πρώτου τετραμήνου του 2019 είναι ενθαρρυντικά, για το σύνολο του έτους εκτιμάται ότι η ταξιδιωτική κίνηση θα σταθεροποιηθεί περίπου στα επίπεδα του 2018. Η ανάκαμψη των ανταγωνιστριών χωρών -δηλαδή της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Τυνησίας- εντός του 2019 και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής για την τυχόν επίδρασή τους στον εισερχόμενο τουρισμό. Για τον κλάδο της κρουαζιέρας, οι προοπτικές για το 2019 είναι ευοίωνες, καθώς αναμένεται να ξεπεραστεί το όριο των 5 εκατομμυρίων αφίξεων επιβατών στα ελληνικά λιμάνια».
Πόσα ξοδεύουν οι τουρίστες στην Ελλάδα
Από την πλευρά του, τo Iνστιτούτο ΣΕΤΕ καταγράφει τις δαπάνες των ξένων τουριστών στην Ελλάδα την τελευταία τετραετία από μεγάλες οικονομίες οι οποίες παράλληλα είναι σημαντικές χώρες προέλευσης ξένων τουριστών στην Ελλάδα, όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και άλλες σημαντικές χώρες προέλευσης ξένων τουριστών στην Ελλάδα, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ρωσία, καθώς και από τις γειτονικές μας χώρες, όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Σερβία κ.ά.
Οσον αφορά τις δύο βασικότερες αγορές για την Ελλάδα, τους Γερμανούς και τους Βρετανούς, τα νούμερα βαίνουν μεν αυξανόμενα στο κομμάτι των συνολικών αφίξεων, όχι όμως και της δαπάνης. Ενδεικτικά, τα 2,8 εκατομμύρια Γερμανοί που επισκέφθηκαν την Ελλάδα το 2015 έγιναν το 2018 συνολικά 4,38 εκατομμύρια, ωστόσο οι εισπράξεις από καθένα Γερμανό τουρίστα μειώθηκαν από τα 799 ευρώ του 2015 στα 676 ευρώ το 2018. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τους Βρετανούς: το 2015 ήρθαν 2,4 εκατομμύρια, για να αυξηθούν το 2018 στα 2,94 εκατομμύρια, ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί το Insete, οι εισπράξεις ανά επισκέπτη από το Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκαν από τα 842 ευρώ το 2015 στα 658 ευρώ το 2018.
Σαφώς πιο γερά πορτοφόλια αποδεικνύονται οι Αμερικάνοι, οι οποίοι ωστόσο κάνουν πολύ περισσότερα μίλια μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα και παραμένουν για μεγαλύτερο διάστημα στον προορισμό. Και όμως, και αυτοί μείωσαν μέσα στην τελευταία τετραετία τη δαπάνη τους στη χώρα μας από τα 1.257 ευρώ ανά επισκέπτη το 2015 στα επίπεδα των 948 ευρώ το 2018, παρότι πέρυσι η ταξιδιωτική κίνηση στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ άγγιξε το 1,1 εκατομμύριο επισκέπτες όταν μία τετραετία πριν ήταν λίγο πάνω από τους 750.000.
Μείωση έχει παρουσιάσει και η δαπάνη των Κυπρίων τουριστών στη χώρα μας, από τα 608 ευρώ ανά ταξίδι το 2015 στα 517 ευρώ το 2018. Πάντως, το γεγονός ότι οι συνολικές πληρωμές της Κύπρου για ταξίδια των κατοίκων της στο εξωτερικό έφτασαν το 1,21 δισ. ευρώ το 2018, και από αυτά το 30%, ή αλλιώς 361 εκατ. ευρώ, αφορούν την Ελλάδα δείχνει ότι οι Κύπριοι σε μεγάλο βαθμό θεωρούν τη χώρα μας, ενώ έχουν και στενούς οικογενειακούς και επιχειρηματικούς δεσμούς.
Η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει σημαντική μείωση της δαπάνης και του Ρώσου τουρίστα- στο ήμισυ σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, το 2008. Τότε, οι Ρώσοι που έρχονταν στην Ελλάδα είχαν φτάσει να ξοδεύουν περί τα 1.300 ευρώ (για την ακρίβεια 1.297 ευρώ) σε κάθε ταξίδι τους ενώ πέρυσι η αντίστοιχη δαπάνη ήταν μόλις στα 655 ευρώ.
Οι Βαλκάνιοι
Μεγαλύτερος σε σχέση με το παρελθόν είναι ο αριθμός των Βαλκάνιων που προτιμούν την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό, με αύξηση των αφίξεων από τις γειτονικές χώρες. Ακριβώς η αύξηση των τουριστών από τις βαλκανικές χώρες και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης -οι οποίοι έχουν χαμηλότερα εισοδήματα από ό,τι οι τουρίστες από τις παραδοσιακές αγορές μας, και άρα ευλόγως αναμένει κανείς να δαπανούν και λιγότερα χρήματα κατά τις διακοπές τους- είναι και ένας βασικός λόγος για τη μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα.
Για τους τουρίστες από τα Βαλκάνια, με βάση τα στοιχεία του Insete, οι επισκέπτες από τη Βόρεια Μακεδονία έχουν μειωθεί σχεδόν στο 1/3 στην τετραετία – από τα 3.000.000 αφίξεις του 2015 στο 1,19 το 2018. Ωστόσο, η Βόρεια Μακεδονία είναι η μόνη περίπτωση όπου οι εισπράξεις ανά τουρίστα εμφανίζονται σημαντικά αυξημένες – από τα 82 ευρώ του 2015 στα 131 ευρώ το 2018.
Αντίθετα, οι Βούλγαροι αυξήθηκαν αριθμητικά, ξεπερνώντας τα 3,1 εκατομμύρια αφίξεις, έναντι 1,9 εκατομμυρίων το 2015, αλλά τα έσοδα ανά τουρίστα φτάνουν στα 101 ευρώ από τα 103 ευρώ του 2015.