του Κωστή Πλάντζου
Με «καύσιμο» την υπεράντληση φόρων και κάθε ικμάδας ρευστότητος η κυβέρνηση «πατάει γκάζι» για να κτίσει υπερπλεόνασμα και το (προεκλογικό;) αφήγημα για «καθαρή έξοδο» χωρίς νέα μέτρα ή και με κάποια από τα αντίμετρα, εξοντώντας όμως ως τότε μεθοδικά μικρές επιχειρήσεις, νοικοκυριά και την ίδια την Ανάπτυξη.
Τα επίσημα στοιχεία μιλούν από μόνα τους:
– Με ληξιπρόθεσμα χρέη 2,443 δισεκατομμύρια ευρώ σε προμηθευτές του δημοσίου, τον μήνα Ιανουάριο η κυβέρνηση διέθεσε για πληρωμές μόλις 20,9 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή ούτε 1% των οφειλομένων. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κύριος Χουλιαράκης διαβεβαίωσε ότι έως τον Αύγουστο όλα τα χρέη του Κράτους θα έχουν εξοφληθεί. Θεωρητικά δηλαδή, στις 200 μέρες απ΄τον Φεβρουάριο μέχρι το καλοκαίρι θα πρέπει να «βρέξει» περίπου 2,5 δισ. ευρώ! Προφανώς ατό θα συμβεί στον χρόνο που συμφέρει πολιτικά την κυβέρνηση. Προς το παρόν όμως, αντί να δίνει 300 εκατ. ευρώ το μήνα, το 2018 έκανε «ποδαρικό» με ούτε 21 εκατ. ευρώ το μήνα, ρυθμό που παραπέμπει σε εξόφληση του χρέους το 2028 (σε 120 μηνιαίες δόσεις!) και πάντως όχι σε σχέδιο αποπληρωμής σε 8 μήνες.
– Για επιστροφές φόρου, εκκρεμούν 691 εκατ. ευρώ αλλά τον Ιανουάριο πληρώθηκαν μόλις …7 εκατ. ευρώ (ποσοστό 1% επίσης).
– Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα για τα νοικοκυριά και ολόκληρο τον ιδιωτικό τομέα. Τον Ιανουάριο πληρώθηκαν μόλις 34 εκατ. ερώ για συντάξεις που έχουν εκδοθεί. Στην πραγματικότητα η έκδοση και η πληρωμή νέων συντάξεων είχε παγώσει και το ποσό των οφειλών για συντάξεις που δεν έχουν εκδοθεί παραμένει άγνωστο! Πριν την παραίτησή του, ο διοικητής του ΕΦΚΑ κύριος Μπακαλέξης είχε δώσει εντολή να πληρωθούν έως 30/3 όλες οι αιτήσεις συνταξιοδότησης που είχαν υποβληθεί πριν ψηφιστεί ο Νόμος Κατρούγκαλου (12.5.2016) αλλά οι συντάξεις με διαδοχική ασφάλιση έχουν «κολλήσει» στο 2014. Για όσες κατατέθηκαν μετά το 2016, οι αιτήσεις έχουν μέλλον ακόμα…
– Μια εξήγηση θα ήταν ίσως ότι το δημόσιο δεν έχει χρήματα και δεν θέλει να δανειστεί επιπλέον άλλα, για να αποπληρώσει τα χρέη του. Ούτε αυτό ισχύει όμως γιατί ….«λεφτά υπάρχουν» από την υπερλιτότητα: για το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε πως είχε υπερδιπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα έναντι του μνημονιακού στόχου. Εξοικονόμησε πλεόνασμα 2,752 δισ. ευρώ, ενώ στόχος ήταν για 1,307 δισ. ευρώ (τα μισά δηλαδή). Πέρυσι το ίδιο δίμηνο είχε πρωτογενές πλεόνασμα 2,135 δισ. ευρώ, δηλαδή φέτος έχει και 617 εκατ. ευρώ περισσότερα από όσα είχε στις αρχές του 2017.
– Η υπερ(εξ)άντληση νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχει ένα αποτέλεσμα: καταστρέφεται η Ανάπτυξη. Σε μια περίοδο τεράστιας ρευστότητας στην παγκόσμια οικονομία, η Ελλάδα είχε Ανάπτυξη μόλις 1,4% το 2017 (αντί 2,8%-3,2% που προβλεπόταν) ενώ και για φέτος, από τις πρώτες 100 μέρες του 2018 ήδη, το «ξηλώνεται το πουλόβερ» της Ανάπτυξης, από 2,6% που προβλεπόταν στο προσχέδιο του προϋπολογισμού τον Οκτώβριο και 2,5% στον προϋπολογισμό τον Δεκέμβριο, σε 2,3% στο προσχέδιο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος (και τον Μάιο θα φανεί αν μειώνεται και άλλο.
– Για το πώς πλήττεται η Ανάπτυξη, συμφώνησαν χθες οι κύριοι Τσακαλώτος και Στουρνάρας την εκδήλωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών για την παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ: έλλειψη ρευστότητας και πτώση της κατανάλωσης. Ο υπουργός Οικονομικών από πλευράς του, το εντόπισε στην αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις μικρές επιχειρήσεις με δανεικά.
Η οικονομική θεωρία του κυρίου Τσακαλώτου όμως διαψεύδεται όμως από την ίδια την ζωή, με βάση δύο στοιχεία των τελευταίων ημερών:
α) το 2017 η ΑΑΔΕ κατέγραψε υστέρηση 1,41% στα φορο-έσοδα και αύξηση 6 δισ. στα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία (πέραν από τα ασφαλιστικά Ταμεία κλπ), παρά την υπερφορολόγηση και το πογκρόμ των κατασχέσεων. Το 2017 επεβλήθησαν νέοι φόροι 1,7 δισ. ευρώ αλλά σε σχέση με το 2016 εισπράθηκαν μόλις …45 εκατ. ευρώ παραπάνω, δηλαδή αύξηση 0,09% -ούτε ένα τοις χιλίοις δηλαδή. Αν δηλαδή οι τράπεζες μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όπως θέλει ο κύριος Τσακαλώτος, θα έπρεπε να μοιράζουν και δάνεια 1,7 δισ. το χρόνο ή 1% του ΑΕΠ, για να μπορούν να πληρώνουν οι φορολογούμενοι όλους τους νέους άμεσους και έμμεσους φόρους που το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε και ήθελε να εισπράξει πέρυσι.
β) στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ τονίζει ότι η στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης (+0,1% το 2017, 0% το 2016) με δεδομένη την αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών (δηλαδή ότι τα νοικοκυριά ζούνε “από τα έτοιμα”) «αποτυπώνει βασικά την υπερφορολόγηση της εργασίας, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στις κοινωνικές παροχές», δηλαδή την κατάργηση επιδομάτων, τις μειώσεις ή μη εκδόσεις συντάξεων κλπ.
Η επίπλαστη εικόνα υπερπλεονάσματος πάντως, φαίνεται πω δεν πείθει ούτε το ΔΝΤ, αλλά ούτε και τον ΟΟΣΑ που σε χθεσινή έκθεσή του μιλά για μείωση του αφορολογήτου από το 2019 κιόλας, δηλαδή ένα χρόνο νωρίτερα από το 2020 για το οποίο έχει ψηφιστεί να ισχύσει.