Της Χριστίνας Ρωμηού
Όταν ο Μίνως Ζομπανάκης επινόησε το Libor μισό αιώνα πριν, δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι η δημιουργία του θα πρωταγωνιστούσε στο μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο όλων των εποχών.
Για όσους δεν γνωρίζουν, το Libor δεν είναι παρά το προϊόν μεγάλης έρευνας και ολίγων Μαθηματικών που ως αποστολή έχει να βοηθά ώστε να ορίζονται τα επιτόκια σε παγκόσμια κλίμακα, επηρεάζοντας έτσι τις τιμές ενυπόθηκων δανείων, δανείων γενικότερα και παραγώγων αξίας πάνω από 300 τρισ. δολάρια. Είναι γνωστό ως διατραπεζικό επιτόκιο του Λονδίνου. Κια ο Μίνως Ζομπανάκης θεωρείται ως ο «αρχιτέκτων» των κοινοπρακτικών δανείων, των κεφαλαίων δηλαδή που χορηγούνται ως δάνεια από κοινοπραξία τραπεζών.
Παρά την πανταχού παρουσία του, πολύ λίγοι εκτός χρηματοπιστωτικού κλάδου είχαν ακούσει για το Libor πριν το 2012, όταν οι ρυθμιστικές αρχές ανακάλυψαν ότι μια ντουζίνα τράπεζες μεταξύ των οποίων Barclays, UBS και Citigroup είχαν στην ουσία συνωμοτήσει και παραποιήσει το επιτόκιο αναφοράς. Τους επέβαλαν πρόστιμο ύψους 8 δισ. δολαρίων. Η ιστορία συντάραξε τα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος. Μάλιστα, ετοιμάζεται να βγει και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το βιβλίο The Fix για το σκάνδαλο του Libor. Με αφορμή αυτό, οι ρεπόρτερ του Bloomberg, Gavin Finch και Liam Vaughan, έψαξαν και εντόπισαν τα ίχνη αυτού του μυστηριώδους αριθμού.
Κι ενώ εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις βοούσαν για το σκάνδαλο μεγατόνων, υπήρχε ένας άνθρωπος που όλα αυτά τον αφορούσαν λίγο πιο… προσωπικά: ο 90χρονος Μίνως Ζομπανάκης, που παρακολουθούσε τις αποκαλύψεις από το σπίτι του στο ψαροχώρι Καλύβες έξω από τα Χανιά. Ηταν ο άνθρωπος που πίσω στη δεκαετία του ’60 επινόησε αυτό που αρχικά προοριζόταν να διαδραματίσει τον ρόλο ενός πυλώνα της παγκόσμιας οικονομικής υποδομής, θα μετατρεπόταν σε συνώνυμο της απληστίας και της διαφθοράς.
Το 1969 είναι μια χρονιά που έχει μείνει στην ιστορία για κορυφαία γεγονότα, με πρώτο τα μετέωρα βήματα του Νιλ Άρμστρονγκ στο φεγγάρι, την εκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον στις ΗΠΑ, αλλά και την κάθοδο 400.000 χίπις σε μια φάρμα έξω από τη Νέα Υόρκη, το Γούντστοκ. Την ίδια χρονιά, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα, μια βροχερή μέρα στο Λονδίνο, ένας Ελληνας τραπεζικός έκανε το δικό του μικρό βήμα που θα άλλαζε κατά τι τον ρου της ιστορίας. Είχε βρει έναν επαναστατικό τρόπο για να δανείζονται μεγάλα χρηματικά ποσά εταιρείες και χώρες που ήθελαν να δανειστούν σε δολάρια, αλλά προτιμούσαν να αποφύγουν τις ακαμψίες και τη γραφειοκρατία του δημοσιονομικού κανονισμού των ΗΠΑ. Ο ίδιος έθεσε, με άλλα λόγια, τις βάσεις για τη σύγχρονη μορφή δανεισμού, απελευθερώνοντας τη διακίνηση των κεφαλαίων.
Καθώς ο ήλιος έδυε πάνω από τις στέγες του West End του Λονδίνου, ο Ζομπανάκης στεκόταν στο νέο γραφείο του στον τελευταίο όροφο του κτηρίου Manufacturers Hanover, πίνοντας σαμπάνια και τρώγοντας χαβιάρι παρέα με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας του Ιράν, Khodadad Farmanfarmaian.. Ο Έλληνας τραπεζίτης μόλις είχε κάνει το μεγαλύτερο βήμα στην καριέρα του με την υπογραφή ενός δανείου $ 80 εκατ. για να καλυφθούν τα ανεπαρκή ταμειακά διαθέσιμα του σάχη του Ιράν. Οι Ιρανοί είχαν φέρει το χαβιάρι beluga και ο Ζομπανάκης τη σαμπάνια και το πάρτι μετατράπηκε σε ολονύχτια γιορτή.
Το δάνειο στους Ιρανούς ήταν ένα από τα πρώτα που χρέωναν ένα κυμαινόμενο επιτόκιο που αντανακλούσε τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και μοιραζόταν μεταξύ μιας ομάδας τραπεζών. Ήταν κάτι τόσο επαναστατικό στον τραπεζικό κόσμο των 60sόσο και η προσσελήνωση αν και γιορτάστηκε με λιγότερες φανφάρες και προβολή. Αυτή ήταν και η γέννηση του Libor.
«Εμείς απλά χρειαζόμασταν ένα επιτόκιο για την αγορά κοινοπρακτικών δανείων με το οποίο θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Όταν ξεκινάει κανείς κάτι τέτοιο, δεν γνωρίζει ούτε πού θα καταλήξει ούτε πώς θα χρησιμοποιηθεί στην πορεία», αναφέρει ο ίδιος ο Ζομπανάκης.
Ο 90χρονος Κρητικός ξεκίνησε τη ζωή του ταπεινά και φτωχικά: ήταν το δεύτερο από επτά παιδιά μιας οικογένειας στην Κρήτη. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι με χωμάτινα πατώματα, χωρίς ηλεκτρικό βέβαια όπως ήταν όλα τα χωριά της Ελλάδας εκείνη την εποχή και χωρίς τρεχούμενο νερό.
Από το σπίτι του έφυγε στα 17, ξεφεύγοντας από τη γερμανοκρατούμενη Κρήτη επάνω σε ένα ανοιχτό πλοιάριο λαθρεμπόρων. Κατάφερε να βγει ζωντανός από εκείνο το ταξίδι των 200 ναυτικών μιλίων και να φτάσει στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οι Καλύβες Χανίων
Χωρίς καθόλου χρήματα, τα παράτησε στο δεύτερο έτος και βρήκε δουλειά, όταν σταμάτησε στη μέση του δρόμου έναν Βρετανό στρατιώτη και του ζήτησε να τον βοηθήσει να βρει μεροκάματο. Κάποια στιγμή έφυγε από την Ελλάδα και κατάφερε να βρει τρόπο να σπουδάσει στο Χάρβαρντ. Χρησιμοποιώντας τα χαρίσματα του χαρακτήρα του και την προσωπική του γοητεία κατάφερε να μπει με υποτροφία σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, αν και του έλειπαν τα τυπικά προσόντα. Από το Χάρβαρντ μετακόμισε στη Ρώμη και μπήκε στον κόσμο των τραπεζών ως αντιπρόσωπος της Μέσης Ανατολής για το Manufacturers Hanover Trust, γνωστό ως “Manny Hanny.”
Η πραγματική δράση ωστόσο ήταν αλλού. Στο Λονδίνο, παγκόσμιο κέντρο του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Η Ρωσία, η Κίνα και πολλά αραβικά κράτη ήθελαν να κρατήσουν τα δολάρια που κατείχαν εκτός ΗΠΑ είτε για πολιτικούς λόγους ή για τον φόβο της κατάσχεσης και αντί των ΗΠΑ επέλεγαν να τοποθετήσουν τα δολάριά τους στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το Σίτι του Λονδίνου επωφελείτο και από τους αυστηρούς κανονισμούς των ΗΠΑ που προέβλεπαν τα ποσά που θα μπορούσαν να πληρώσουν οι αμερικανικές τράπεζες για τις καταθέσεις σε δολάρια και που μείωναν το ποσό των τόκων που θα μπορούσαν να χρεώσουν σε ομόλογα που πωλούνται σε ξένους. Πολλές εταιρείες συνέστησαν υπεράκτια γραφεία, όπου θα μπορούσαν να κάνουν διεθνές εμπόριο ανεμπόδιστα. Το 1968, μετά από 10 χρόνια στη Ρώμη, ο Ζομπανάκης είδε μια ευκαιρία να προωθήσει την καριέρα του.
Η περίφημη αγορά Eurodollar που χρονολογείται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και είναι γνωστή ως μια τεράστια δεξαμενή απόθεσης δολαρίων από τις τράπεζες εκτός ΗΠΑ, ήταν ήδη αρκετά ανεπτυγμένη, ο Ζομπανάκης ωστόσο είχε εντοπίσει εδώ ένα κενό: την παροχή μεγάλων δανείων σε δανειολήπτες που έψαχναν για μια εναλλακτική πηγή κεφαλαίων στις αγορές ομολόγων. Ετσι, έπεισε τα αφεντικά του στη Νέα Υόρκη να του δώσουν 5 εκατ. δολάρια για να «χτίσει» ένα παράρτημα στο Λονδίνο. Ο Ζομπανάκης κατάφερε να κάνει εντύπωση και λίγο καιρό μετά έγινε γνωστός στους σνομπ λονδρέζικους χρηματοπιστωτικούς κύκλους απλά ως «ο Έλληνας τραπεζίτης». Ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους διεθνώς που άνοιγε τον κόσμο των αγορών στον διασυνοριακό δανεισμό για πρώτη φορά από το Μεγάλο Κραχ της Wall Street το 1929.
Το δάνειο που έδωσε στον Ιρανό σάχη ο Ζομπανάκης είναι ενδεικτικό του τι ήθελε να καταφέρει: γνώριζε ότι καμία εταιρεία δεν θα δάνειζε από μόνη της 80 εκατ. δολάρια σε μια αναπτυσσόμενη χώρα που δεν έιχε αρκετά συναλλαγματικά αποθέματα για να καλύψει το χρέος. Γι’ αυτό και άρχισε να διαφημίζει το deal σε μια σειρά ξένων και εγχώριων τραπεζών που θα μπορούσαν να αναλάβουν κι από ένα μικρό κομμάτι του ρίσκου.
Με τα βρετανικά επιτόκια στο 8% και τον πληθωρισμό σε άνοδο, οι τράπεζες ήταν πολύ προσεκτικές στον δανεισμό σε σταθερό επιτόκιο για μεγάλα διαστήματα. Κι αυτό γιατί τα κόστη δανεισμού θα μπορούσαν να αυξηθούν στο μεταξύ και να τις ρίξουν έξω.
Ο Ζομπανάκης και η ομάδα του ήρθαν να προτείνουν μια λύση: να χρεώνουν τους δανειολήπτες με ένα επιτόκιο που θα επανυπολογίζεται κάθε λίγους μήνες και να χρηματοδοτούν το δάνειο με μια σειρά από τις λεγόμενες rolling deposits.
Με την πάροδο των ετών και όσο ανέβαινε η χρηματαγορά του Λονδίνου, η κατάσταση γινόταν ιδιαίτερα περίπλοκη. Μέσα σε λίγα χρόνια το Libor είχε γίνει από ένα εργαλείο τιμολόγησης ατομικών δανείων και ομολόγων σε δείκτη αναφοράς για συμφωνίες παραγώγων αξίας εκατοντάδων δισ. δολαρίων.
Βασικό σημείο σε αυτά τα νέα παράγωγα ήταν η ανταλλαγή επιτοκίων που επιτρέπει σε εταιρείες να μετριάζουν το ρίσκο των μεταβαλλόμενων επιτοκίων.
Με τον πατέρα του, Ανδρέα Ζομπανάκη, το 1928 σε ηλικία 2 ετών
Τα swaps εφευρέθηκαν σε μια περίοδο εξαιρετικής μεταβλητότητας στα διεθνή επιτόκια τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές του ’80.
Το κόνσεπτ ήταν απλό: δυο μέρη συμφωνούν να ανταλλάξουν πληρωμές τόκων σε καθορισμένο ποσό για καθορισμένο διάστημα. Ο ένας πληρώνει σταθερό επιτόκιο με την πεποίθηση ότι αυτό θα ανέβει, ενώ ο άλλος πληρώνει κυμαινόμενο στοιχηματίζοντας ότι το επιτόκιο θα πέσει. Το κυμαινόμενο σκέλος της σύμβασης είναι συνδεδεμένο, συνήθως με Libor.
Μέχρι τη δεκαετία του 90 το Libor πέρασε στο σύστημα ως ο δείκτης αναφοράς για τα πάντα, από ενυπόθηκα δάνεια και φοιτητικά δάνεια μέχρι swaps. Αυτό όμως που καθιέρωσε το libor ως το επιτόκιο αναφοράς για τα προθεσμιακά συμβόλαια του Eurodollar (παραγώγων που επιτρέπουν στους traders να στοιχηματίζουν για το πού θα πάνε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια) ήταν η υιοθέτησή του από το Chicago Mercantile Exchange. Και έκτοτε βρήκε τη μόνιμη θέση του στις χρηματαγορές.
Σήμερα πλέον, το Libor δεν επηρεάζει μόνο το πόσα χρήματα βγάζουν οι τράπεζες και άλλοι «ψαγμένοι» επενδυτές από στοιχήματα παραγώγων. Εντοπίζει επίσης το ύψος των επιτοκίων που πληρώνουν οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες ακινήτων για τα στεγαστικά τους κάθε μήνα. Τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα και χειρότερο πιστωτικό προφίλ επηρεάζονται επίσης και μάλιστα δυσανάλογα. Για παράδειγμα στο Οχάιο το 90% των υψηλού κινδύνου στεγαστικών δανείων το 2008 αναπροσαρμόστηκαν στο Libor, διπλασιάζοντας την ποσότητα των δανείων υψηλής εξασφάλισης.
Ο Ζομπανάκης, στα 90 του χρόνια πλέον, κοιτάζει τον κόσμο από το σπίτι του στο ψαροχώρι των Χανίων, πολύ μακριά από όλα αυτά.
Ομολογεί κι ο ίδιος ότι μερικές φορές πασχίζει να καταλάβει τον σύγχρονο κόσμο της επενδυτικής τραπεζικής, όπου οι τραπεζίτες βάζουν στην τσέπη μπόνους πολλών εκατομμυρίων στερλινών και εξαπατούν τους πελάτες τους ελαφρά τη καρδία.
Για εκείνον ο Ιρανός τραπεζίτης, ο Farmanfarmaian, που πέθανε πέρυσι και πολλοί άλλοι πελάτες του είναι μακροχρόνιοι φίλοι.
«Τότε η αγορά ήταν μικρή και τη διαχειρίζονταν λίγοι και τζέντλεμεν. Το είχμα ως δεδομένο ότι οι τζέντλεμεν δεν χειραγωγούν την αγορά. Αλλά όσο αυτή διευρυνόταν, χανόταν και η εμπιστοσύνη. Δεν την ελέγχεις. Η τραπεζική σήμερα είναι σαν πορνείο που διοικείται από νταβατζήδες. Απλά υπάρχουν πολλά χρήματα στη μέση», αναφέρει ο κ. Ζομπανάκης. Σήμερα είναι πεπεισμένος, ύστερα από κάμποσα απορρυθμιστικά ολισθήματα, ότι έχουμε να κάνουμε με «καζίνο», καθώς «η ανηθικότητα του τραπεζικού συστήματος είναι αποκαρδιωτική για τους λίγους που καταλαβαίνουν τι συμβαίνει», όπως αναφάρει ο ίδιος.
Για την ιστορία το Libor, ακόμα και μετά το σκάνδαλο, εξακολουθεί να αποτελεί δείκτη αναφοράς για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι ρυθμσιτικές αρχές θέλησαν να το αντικαταστήσουν με κάποιο άλλο που θα βασίζεται σε πραγματικά trades και όχι σε αυτά που λένε οι τράπεζες για τα δανειακά κόστη, αλλά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο, γιατί στο νούμερο αυτό έχουν βασιστεί συμβάσεις με διάρκεια πολλών ετών.
Σήμερα, το Libor βασίζεται εν μέρει σε πραγματικές συναλλαγές, και εν μέρει σε εκτιμήσεις και προβλέψεις. Δεδομένης της επιτυχίας του, η ιδέα του έχει υιοθετηθεί και για τη δημιουργία άλλων δεικτών αναφοράς για ξένο συνάλλαγμα, πολύτιμα μέταλλα και εμπορεύματα, αποκαλύπτοντας πολυάριθμα περιστατικά χειραγώγησης και πυροδοτώντας νέα πρόστιμα δισεκατομμυρίων.
Επίσης, για την ιστορία, αφού αν και ο Ζομαπνάκης είναι πασίγνωστος στη διεθνή τραπεζική αγορά αλλά πρακτιά άγνωστος στη χώρα του, αξίζει αν αναφερθεί ότι είναι ο άνθρωπος που αρνήθηκε να γίνει πρωθυπουργός όταν του το πρότεινε η χούντα των συνταγματαρχών και υπήρξε άτυπος και άμισθος σύμβουλος όλων των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων. Υπήρξε συνομιλητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Αν και άνθρωπος εγνωσμένης αξίας, που έχει δρέψει δάφνες όχι μόνο μέσα από την παρουσία του στο διεθνές τραπεζικό στερέωμα, αλλά και από επαινετικά λόγια των σημαντικότερων εκπροσώπων του τραπεζικού και πολιτικού συστήματος. Η φιλοδοξία του ίδιουν πάντως δεν ήταν να γίνει ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνδρας του πλανήτη. Απέκτησε αρκετά χρήματα τα περισσότερα όμως προήλθαν από μισθούς και αμοιβές της δουλειάς του.
Σύμφωνα με τον ίδιο «ο υπερβολικός πλούτος είναι κατάρα που δεν σου επιτρέπει να χαρείς τα όμορφα πράγματα στη ζωή».