Μία πρώτη αποτίμηση των επιπτώσεων που θα έχει, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο κυρίως σε εγχώριο επίπεδο, ο «τυφώνας» Fitch επιχειρεί η ελληνική αγορά, εστιάζοντας στη χρονική συγκυρία, στην οποία λαμβάνει χώρα η υποβάθμιση του αμερικανικού αξιόχρεου: τη στιγμή, δηλαδή, που η Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα πριν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, με το πρώτο σχετικό ραντεβού να είναι αύριο με τη γερμανική Scope Ratings.
«Η ελληνική τροχιά προς την επενδυτική βαθμίδα δεν νομίζω ότι επηρεάζεται από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, καθώς συναρτάται αυτοτελώς από την πρόοδο της χώρας. Εμείς είμαστε από τις λίγες χώρες που το χρέος ως ποσοστό στο ΑΕΠ έχει επανέλθει σε προ-πανδημίας επίπεδα, ενώ επιτύχαμε ήδη μικροπλεόνασμα και στοχεύουμε σε υψηλότερα δημοσιονομικά πλεονάσματα, σημαντικά μεγαλύτερα από το μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών», σχολιάζει στο newmoney ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Νίκος Μαγγίνας. Υπενθυμίζεται πως τη «σκυτάλη» από τη Scope παίρνει στις 8 Σεπτεμβρίου η DBRS, με τη Moody’s να ακολουθεί στα μέσα του ίδιου μήνα, ενώ στις 20 Οκτωβρίου έρχεται η δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standard&Poor’s. Τον τελευταίο… λόγο, αναφορικά με την αναβάθμιση ή μη της ελληνικής οικονομίας, θα έχει ο οίκος Fitch, η χθεσινή απόφαση του οποίου έφερε αναστάτωση στις αγορές. Το ελληνικό χρηματιστήριο κατέγραψε χθες, Τετάρτη, τη χειρότερη συνεδρίαση από τις 17 Ιουλίου, με τον Γενικό Δείκτη να σημειώνει πτώση κατά 1,39%, στις 1.305,85 μονάδες, χάνοντας σχεδόν 18,5 μονάδες σε σχέση με το κλείσιμο της Τρίτης (1.324,28 μονάδες).
«Οι περισσότεροι τομείς των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών αντέδρασαν ψύχραιμα, δεδομένου ότι ο άμεσος αντίκτυπος είναι πρακτικά μικρός και υπήρχε ήδη ένας αξιολογικός οίκος (η S&P) που πριν από περίπου 12 χρόνια είχε μειώσει κατά μία βαθμίδα ήδη το αξιόχρεο των ΗΠΑ σε ΑΑ+», σημειώνει ο κ. Μαγγίνας και συνεχίζει: «Οι επιδράσεις στην απόδοση των ομολόγων ήταν μικρές και το δολάριο άντεξε και μάλιστα, εμφανίστηκε να καταγράφει και μικρά κέρδη. Δεδομένου ότι αρκετά από τα εναπομείναντα κρατικά ομόλογα με αξιολόγηση ΑΑΑ από όλους τους οίκους προέρχονται από την Ευρώπη ενδεχομένως να τραβήξουν ακόμη περισσότερο την προσοχή των επενδυτών, συμπιέζοντας τις αποδόσεις τους».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μετοχικές αγορές είναι αυτές που αντέδρασαν πιο έντονα λόγω της βαρύτητας που έχουν οι μακροχρόνιες αποδόσεις των ομολόγων, αλλά και γενικότερα η δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ, στις ευρύτερες μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες. «Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εάν και ο άμεσος αντίκτυπος, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και διεθνώς, είναι περιορισμένος, υπό μια πιο μεσοπρόθεσμη οπτική η υποβάθμιση επαναφέρει πιο εμφατικά στο προσκήνιο τις προκλήσεις για την αξιόπιστη επαναφορά του χρέους των ανεπτυγμένων οικονομιών σε σταθερά πτωτική τροχιά», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως η εν λόγω εξέλιξη αποκαλύπτει τα μικρά περιθώρια που έχει πλέον η δημοσιονομική πολιτική διεθνώς, προκειμένου να αντιδράσει σε νέες εξωγενείς διαταραχές και να στηρίξει την ανάπτυξη, αλλά και να διαχειριστεί γεωπολιτικούς κραδασμούς. «Η ανάγνωση αυτή, ίσως, να ενθαρρύνει ακόμη περισσότερο και τις πιο συντηρητικές/φειδωλές προσεγγίσεις αναφορικά με τη δημοσιονομική στρατηγική της ευρωζώνης», προσθέτει.
«Μοχλός» πίεσης για παύση των αυξήσεων στα επιτόκια
Την άποψη πως σε περίπτωση επιδείνωσης του κλίματος στις διεθνείς αγορές μετοχών και ομολόγων λόγω της υποβάθμισης του αμερικανικού αξιόχρεου οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αναθεωρήσουν τη νομισματική πολιτική τους εκφράζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΤΕ.
«Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ίσως, να επισπευσθεί και η παύση ή/και αναστροφή της πορείας των επιτοκίων από τη Fed και πιθανότατα την ΕΚΤ», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Μαγγίνας.
Σημειώνεται πως η μεν, ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε πρόσφατα σε ακόμα μία αύξηση των επιτοκίων της – την 11η στις τελευταίες 12 συνεδριάσεις – οδηγώντας το βασικό επιτόκιο δανεισμού στο εύρος του 5,25% με 5,5%, δηλαδή, το υψηλότερο επίπεδο εδώ και 22 χρόνια, από το 2001. Η δε, ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε εννέα διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων μέσα σε διάστημα ενός έτους, με αποτέλεσμα το βασικό επιτόκιο να ανέλθει στο 3,75%.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το κόστος για ένα υφιστάμενο δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 22 μονάδες βάσης, στο 6,14%. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών παρέμεινε αμετάβλητο στο 4,39%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα αυξήθηκε κατά επτά μονάδες βάσης, στο 7,89%. Όσον αφορά στα δάνεια των επιχειρήσεων, αυτά με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκαν κατά 40 μονάδες βάσης – στο 6,08% – ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων αυξήθηκε κατά επτά μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 7,06%.
Διαβάστε ακόμα
Goldman Sachs: Τι πραγματικά σημαίνει η υποβάθμιση των ΗΠΑ από τη Fitch
Παρέμβαση Χατζηδάκη για την «κατάληψη» στις παραλίες: Έλεγχοι και κυρώσεις σε όλη την Ελλάδα
Όταν ο χρυσός σημείωσε ιστορικό υψηλό ο μεγαλύτερος αγοραστής έγινε… top πωλητής (πίνακες)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ