Το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική πορεία, «υπεραποδίδει σε σχέση με την πλειοψηφία των κρατών της ευρωζώνης» και θα μπορέσει να επωφεληθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μόλις η χώρα μας, «αργά ή γρήγορα», επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα έστειλε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ1.
Παράλληλα, ερωτηθείς σχετικά με το τι χρειάζεται να κάνει η ελληνική κυβέρνηση για να επιτύχει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021, έθεσε ως προτεραιότητες την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
«Όταν τα ελληνικά ομόλογα υπαχθούν στην επενδυτική βαθμίδα, που ελπίζω ότι θα έρθει αργά ή γρήγορα, ασφαλώς το ελληνικό ομόλογο θα μπορεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης», ανέφερε ο κ. ντε Γκίντος. Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ επεσήμανε ότι «η Ελλάδα είναι μια ανταγωνιστική οικονομία και η δημοσιονομική κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από ό, τι ήταν πριν από 2-3 χρόνια».
Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία ξεπερνούν το 40% του συνόλου των δανείων, με αποτέλεσμα να «είναι πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να επιτύχουν τον βασικό ρόλο μιας τράπεζας να δανείζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις». Ο κ. ντε Γκίντος χαρακτήρισε το σχέδιο «Ηρακλής» ως «σημαντικό μέσο» προς την κατεύθυνση αυτή και τόνισε ότι πρέπει να επιτευχθεί το ταχύτερο η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων «με οποιοδήποτε μέσο».
Όσον αφορά στη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και το τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση για την επίτευξή της, δήλωσε: «Πρώτα απ ‘όλα, δεν θέλω να κάνω κήρυγμα σε κανέναν. Κάθε χώρα είναι διαφορετική. Νομίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει. Πιστεύω ότι υπάρχουν δύο ζητήματα τα οποία ισχύουν για κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Πρώτα απ ‘όλα πρέπει να είναι ανταγωνιστική και τώρα η ελληνική οικονομία είναι ανταγωνιστική. Δεύτερον, νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να έχει ένα τραπεζικό σύστημα που να λειτουργεί. Επομένως, πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να επικεντρωθούμε στην κατάσταση των τραπεζών».
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ συμπλήρωσε ότι «ο σεβασμός της δημοσιονομικής πολιτικής είναι πέρα από τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ, αλλά υπάρχει επίσης μια γενική σύσταση: όταν τα δημόσια οικονομικά αρχίζουν να βελτιώνονται, αρχίζει να απολαμβάνεις τα οφέλη. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει τώρα στην περίπτωση της Ελλάδας. Τα επιτόκια μειώθηκαν κατά πολύ, τα spreads μειώνονται. Ακόμα και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αρχίσει να βελτιώνουν τις προοπτικές και τη βαθμολογία των ελληνικών ομολόγων. Πιστεύω λοιπόν ότι υπάρχει πρόοδος».