Σ ημαντικές αλλαγές στη διαχείριση των δανειακών χαρτοφυλακίων έρχονται σε ισχύ για όλες τις τράπεζες από 1/1/2021. Το νέο καθεστώς αλλάζει τον τρόπο και τις δυνατότητες λογιστικής διαχείρισης όλων των δανείων. Πρόκειται για λεπτομερή πρότυπα που καθορίζουν επακριβώς όλα τα βήματα με τα οποία οι τράπεζες αναγνωρίζουν τα δάνεια. Στόχος της ΕΚΤ είναι να ενισχύσει τη συνοχή μεταξύ των χωρών και κυρίως μεταξύ των τραπεζών, γιατί ο SSM συναντά συχνά το φαινόμενο δάνεια με τα ίδια χαρακτηριστικά να θεωρούνται ενήμερα από μία τράπεζα και ταυτόχρονα σε καθυστέρηση από άλλη τράπεζα σε διαφορετική ή και στην ίδια χώρα.
Αυτή η σύγχυση οδήγησε τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές στον νέο Ορισμό της Αθέτησης (Definition of Default – DoD) που υποχρεώνει τις τράπεζες σε λεπτομερή και συγκεκριμένη μεθοδολογία για την αναγνώριση του κινδύνου και τη μεταχείριση των δανείων. Ειδικότερα, με τον νέο DoD επιβάλλονται μεταβολές που αφορούν:
■ Τον υπολογισμό των ημερών καθυστέρησης και το κατώτατο όριο βάσει του οποίου θα εκτιμηθεί η σημασία της καθυστέρησης για τον εντοπισμό της αθέτησης (materiality threshold).
■ Tον χαρακτηρισμό και αποχαρακτηρισμό μιας αθέτησης (default).
■ Τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα δάνειο μπορεί να θεωρηθεί απίθανο να πληρωθεί (Unlikely To Pay – UTP).
Πρόκειται για μείζονες αλλαγές στις πρακτικές των τραπεζών που θα έχουν ασύμμετρες επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές τράπεζες και κατ’ επέκταση στις ελληνικές. Κάποιες τράπεζες μπορεί να επηρεαστούν ουσιαστικά ακόμη και σε επίπεδο κεφαλαίων, καθώς πρόκειται για ουσιαστικές αλλαγές στο πιστωτικό μοντέλο, αλλά και στις διαδικασίες που ακολουθούσε η κάθε τράπεζα. Οι επιπτώσεις ποικίλλουν από το είδος και τη σύνθεση των δανειακών χαρτοφυλακίων μέχρι τις πρακτικές που ακολουθούσε η κάθε τράπεζα κ.λπ. Γι’ αυτό τον λόγο κάθε εκτίμηση για το εύρος των επιπτώσεων του DoD είναι παρακινδυνευμένη, καθώς αυτές είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων οι οποίοι διαφέρουν από τη μία τράπεζα στην άλλη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλες οι τράπεζες πρέπει να έχουν συμμορφωθεί με τις προβλέψεις του DoD έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2020 και να είναι έτοιμες να υποβάλουν εκθέσεις στον SSM από την 1η Ιανουαρίου του 2021.
Ειδικότερα, όσον αφορά τον υπολογισμό των ημερών καθυστέρησης, με τον DoD το συνολικό ληξιπρόθεσμο ποσό των λογαριασμών του πελάτη στην τράπεζα και τις θυγατρικές του ομίλου που θα λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει τα εξής: α) κεφάλαιο – δόσεις από την ημερομηνία υποχρέωσης καταβολής της δόσης, β) τόκους από την ημερομηνία χρέωσης του τόκου στον λογαριασμό και γ) έξοδα και προμήθειες από την ημερομηνία χρέωσης του τέλους στον λογαριασμό.
Οσον αφορά τα κατώτατα όρια για τον υπολογισμό της καθυστέρησης (materiality thresholds), για να θεωρηθεί ληξιπρόθεσμο ένα ποσό ορίζονται τα εξής:
– Absolute Materiality Threshold της τάξης των 500 ευρώ.
– Relative Materiality Threshold που αντιστοιχεί στο 1% της αξίας του συνόλου των δανειακών οφειλών (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα και προμήθειες) του πελάτη στον όμιλο (τράπεζα & θυγατρικές).
Να σημειωθεί ότι οι ημέρες καθυστέρησης αυξάνονται εφόσον παραβιάζονται ταυτόχρονα και τα δύο materiality thresholds. Εάν δεν παραβιάζονται και τα δύο materiality thresholds, οι ημέρες καθυστέρησης είναι μηδέν ακόμα κι αν δεν έχουν εξοφληθεί πλήρως όλες οι απαιτήσεις.
Εφόσον η καθυστέρηση είναι μεγαλύτερη ή ίση των 90 ημερών, τότε ο δανειολήπτης χαρακτηρίζεται «default», σε διαφορετική περίπτωση θεωρείται «normal». Εάν ο δανειολήπτης εξοφλήσει την οφειλή, δεν θεωρείται αυτόματα normal. Εφαρμόζεται περίοδος δοκιμασίας (probation period) τριών μηνών. Η περίοδος δοκιμασίας αρχίζει για τον πελάτη όταν οι ημέρες που οφείλει είναι και πάλι μηδενικές, δηλαδή όταν τα thresholds δεν παραβιάζονται πλέον. Κατά το probation period ελέγχονται όλα τα κριτήρια αθέτησης (ημέρες καθυστέρησης, Unlikely To Pay κριτήρια) και εάν για τον πελάτη θεωρηθεί ότι δεν εξακολουθεί να ισχύει κανένα έναυσμα αθέτησης υποχρέωσης, τότε χαρακτηρίζεται «normal (non default)».
Με βάση τα νέα κριτήρια Unlikely To Pay, τα δάνεια ενός πελάτη μπορεί να χαρακτηριστούν «αβέβαια είσπραξης». Ο χαρακτηρισμός UTP θα γίνεται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Αυτά χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: «hard» και «soft». Ενδεικτικά, τα hard UTP κριτήρια αφορούν αίτηση πτώχευσης, απώλεια άδειας, ρυθμίσεις δανείων με ζημία για την τράπεζα, μεγάλη επιδείνωση σε χρηματοοικονομικούς δείκτες του πελάτη, όπως μείωση του κύκλου εργασιών και των ιδίων κεφαλαίων κατά 50%, αλλά και σε περιστατικά απάτης/δικαστικής διερεύνησης.
Αντίστοιχα, τα soft UTP κριτήρια αφορούν ενδεικτικά την ύπαρξη αρνητικών πληροφοριών μεγάλης σοβαρότητας για τον πελάτη, επιδείνωση δεικτών, όπως μείωση κύκλου εργασιών και κερδών κατά 30%, απώλεια σημαντικού πελάτη/προμηθευτή (μεγαλύτερη του 25%), δυσμενή στοιχεία κ.ά.