Να δώσει λύσεις στην επωαζόμενη οικιστική κρίση με τις τιμές των ενοικίων και ανάσες στην αγορά ακινήτων σκοπεύει η κυβέρνηση με δέσμη μέτρων που θα φέρει τον Σεπτέμβριο. Τα μέτρα θα είναι εστιασμένα στις στρεβλώσεις της αγοράς, καθώς στόχος είναι να αντιμετωπιστεί πρωτίστως το φαινόμενο της έλλειψης σπιτιών.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει έναν συνδυασμό κινήτρων με φοροελαφρύνσεις για όσους επιλέγουν να διαθέσουν τα ακίνητά τους σε μακροχρόνιες μισθώσεις και αντικινήτρων για τα διαμερίσματα που είναι κενά ή δηλώνονται ως τέτοια, ενοικιαζόμενα με μαύρο χρήμα. Ολες οι προσπάθειες εστιάζουν στην αποκλιμάκωση των τιμών ενοικίασης που θα φέρει η μεγαλύτερη προσφορά και στον τερματισμό του πονοκεφάλου μη ανεύρεσης σπιτιών που αναμένεται να λύσει το «Σπίτι μου 2».
Το πρώτο μέτρο που ετοιμάζεται για το ερχόμενο φθινόπωρο εστιάζει σε περισσότερα από 200.000 (από τα περίπου ένα εκατομμύριο) οικιστικά ακίνητα, τα οποία διατηρούνται κλειστά από τους ιδιοκτήτες τους. Γι’ αυτά έχει αποφασιστεί να αναπροσαρμοστεί ο ΕΝΦΙΑ – δηλαδή να αυξάνεται για όσο διάστημα οι ιδιοκτήτες τους τα διατηρούν εκτός της αγοράς, προφανώς για όσο δεν θα έχουν καμία χρήση, είτε ενοικίαση, είτε πώληση, είτε ιδιοκατοίκηση.
Με τον αυξημένο ΕΝΦΙΑ για τα κλειστά ακίνητα, η κυβέρνηση φιλοδοξεί ότι θα πετύχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι η διάθεση περισσότερων σπιτιών για ενοικίαση ή και για πώληση (θυμίζουμε ότι παράγοντες της κτηματομεσιτικής αγοράς εκτιμούν ότι οι καλπάζουσες τιμές των ενοικίων, απόρροια του περιορισμένου αποθέματος ακινήτων, μπορούν να εξορθολογιστούν αν σε αυτή διατεθούν περίπου 100.000 κατοικίες), ενώ ο δεύτερος είναι η καταπολέμηση της διακίνησης μαύρου χρήματος.
Να αποθαρρυνθούν δηλαδή οι ιδιοκτήτες ακινήτων που φοροδιαφεύγουν ενοικιάζοντας διαμερίσματα χωρίς να τα δηλώνουν στην Εφορία. Κι αυτό γιατί η είσπραξη μαύρων χρημάτων από ενοίκια πλέον δεν θα αποτελεί κίνητρο για φοροδιαφυγή, καθώς όσα κερδίζονται από τη μη δήλωση των εισπραχθέντων ενοικίων θα πληρώνονται στον αυξημένο ΕΝΦΙΑ που θα εφαρμόζεται στα κλειστά ακίνητα.
Πόσα είναι τα κενά σπίτια
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση εστιάζει σε πρώτη φάση στα κλειστά σπίτια δεν είναι τυχαίο αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κενών κατοικιών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ερευνα του Ινστιτούτου Eteron υπολογίζει ότι μετά τη δεκαετή κρίση στη χώρα το ένα στα τέσσερα διαμερίσματα στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας βγήκε εκτός αγοράς και παραμένει ως σήμερα κενό. Σήμερα, στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα από 6,5 εκατομμύρια οικιστικής χρήσης ακίνητα, εκ των οποίων το Eteron διαπιστώνει ότι το 1 εκατομμύριο είναι κλειστά και αναξιοποίητα. Τα περισσότερα εξ αυτών, περίπου 550.000, βρίσκονται στην Αττική, ενώ περισσότερα από 120.000 κλειστά σπίτια βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με στοιχεία παραγόντων της κτηματομεσιτικής αγοράς.
Κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, κατεβάζουν την εκτίμηση για τα κλειστά ακίνητα στα περίπου 200.000, καθώς στα παραπάνω κενά συνυπολογίζονται και κατοικίες οι οποίες είναι στον αέρα έπειτα από αποποιήσεις κληρονομιάς (αυτά μόνο εκτιμώνται σε περισσότερα από 450.000), αμφισβητούμενες ιδιοκτησίες μετά από κληρονομιές, αλλά και κατασχεμένες ή δεσμευμένες από funds, οι οποίες μεταφέρονται μέσω πακέτων από το ένα fund στο άλλο.
Τα κενά οικιστικά ακίνητα που απομένουν, αφαιρώντας τις παραπάνω κατηγορίες και για τα οποία οι ιδιοκτήτες αναμένεται να κληθούν να επιλέξουν αν θα τα διαθέσουν για μίσθωση ή θα πληρώσουν αυξημένο ΕΝΦΙΑ, είναι αυτά που μένουν κλειστά, καθώς οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν ή αδυνατούν να τα ενοικιάσουν ή να τα χρησιμοποιήσουν ως κατοικία.
Στη δεύτερη κατηγορία πρόκειται για ακίνητα που έμειναν κλειστά για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει σε αυτά καμία απολύτως ανακαίνιση τις τελευταίες δεκαετίες (με παλιά κουφώματα, ντουλάπια να καταρρέουν, μη λειτουργικά θερμαντικά σώματα κ.ά.) και άρα είτε είναι αδύνατο να διατεθούν στην αγορά ως κατοικήσιμα, είτε αν διατεθούν δεν θα επιλεγούν ποτέ λόγω της κατάστασής τους. Μια μερίδα ιδιοκτητών έχει κακή… εμπειρία από κακοπληρωτές, κακή συνεργασία με ενοικιαστές και αυξημένες ανάγκες συντήρησης που προέκυψαν στη διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης και προτίμησαν να τα κρατήσουν κλειδωμένα, με αποτέλεσμα τα ακίνητά τους σήμερα να βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση.
Οι κατοικίες που ανήκουν σε ιδιώτες και χρήζουν ανακαίνισης αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των κενών κατοικιών (υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 70%-80%), όμως από την αγορά λείπουν χιλιάδες ακίνητα, τα οποία ανήκουν είτε σε ιδρύματα (συχνά καταλήγουν εκεί ως κληροδοτήματα), είτε σε δημόσιους φορείς. Αυτά συνήθως παραμένουν αναξιοποίητα λόγω δυσκίνητων, δαιδαλωδών διαδικασιών που απαιτούν σειρά αποφάσεων από επιτροπές και φορείς για να συντηρηθούν και να διατεθούν προς αξιοποίηση. Εκτιμάται ότι αυτά τα ακίνητα μπορεί να αγγίζουν ή και να ξεπερνούν τα 100.000.
Το «Σπίτι μου 2»
Την ίδια ώρα η αγορά βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής για την ανακοίνωση του δεύτερου κύκλου του προγράμματος «Σπίτι μου» στις αρχές του φθινοπώρου. Το πρόγραμμα επιδότησης επιτοκίου για την αγορά πρώτης κατοικίας που αναμένεται δεν διπλασιάζει μόνο το διατιθέμενο ποσό, αλλά διευρύνει και τα ηλικιακά όρια των υποψήφιων αγοραστών, κατεβάζοντας παράλληλα τα όρια ηλικίας των πωλούμενων οικοδομών. Είναι λογικές, λοιπόν, οι αυξημένες προσδοκίες που έχει δημιουργήσει η αναμονή της ανακοίνωσης του προγράμματος τόσο στους αγοραστές όσο και τους πωλητές.
Πηγές της αγοράς σχολιάζουν ότι ενώ στον πρώτο κύκλο του προγράμματος η ζήτηση διατηρήθηκε σε μέτρια επίπεδα και έμεινε ανικανοποίητη, εν πολλοίς, από τη χαμηλή προς πώληση προσφορά κατοικιών, αυτό είναι κάτι που αναμένεται να αλλάξει. Είναι τα 2 δισ. ευρώ των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και το γεγονός ότι θα μειωθούν δραματικά οι περιορισμοί στα επιλέξιμα ακίνητα, αλλά κυρίως η ταυτότητα των αγοραστών που κάνει τη διαφορά. Το «Σπίτι μου 2», για το οποίο βρίσκονται σε φάση ολοκλήρωσης οι διαπραγματεύσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκου Παπαθανάση με τις ευρωπαϊκές αρχές, θα παρέχει προνομιακά (σχεδόν άτοκα) δάνεια σε 30.000 ζευγάρια για να αγοράσουν πρώτη κατοικία, ενώ θα περιλαμβάνει και τα ζευγάρια ηλικίας 40-50 ετών που είχαν αποκλειστεί από τον πρώτο κύκλο και τα οποία θεωρείται ότι θα δώσουν ζωή στο πρόγραμμα λόγω της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης που έχουν.
Ο δεύτερος κύκλος του προγράμματος, λοιπόν, οι λεπτομέρειες για τον οποίο αναμένεται να ανακοινωθούν στην ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, θα αφορά δικαιούχους ηλικίας από 25 έως 50 ετών εφόσον καλύπτουν τα απαραίτητα εισοδηματικά κριτήρια (οι δικαιούχοι θα πρέπει να έχουν ατομικό εισόδημα από 10.000 έως 16.000 ευρώ, οικογενειακό εισόδημα έως 24.000 ευρώ, ενώ για τις μονογονεϊκές οικογένειες το εισόδημα πρέπει να αγγίζει τα 27.000 ευρώ). Παράλληλα, προβλέπεται προσαύξηση των ορίων κατά 3.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ ειδικά για τις μονογονεϊκές οικογένειες υπάρχει προσαύξηση κατά 3.000 ευρώ για κάθε παιδί μετά το πρώτο.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr