© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
του Νίκου Φιλιππίδη
Μια νέα βόμβα καθυστερούμενων δανείων άνω των 2,5 δισ. ευρώ είναι έτοιμη να εκραγεί στους ισολογισμούς των τραπεζών. Πρόκειται για τα δάνεια που έχουν δοθεί προς ιδιώτες-φυσικά πρόσωπα, επαγγελματίες ή επιχειρήσεις, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, η πλειονότητα των οποίων είναι σε καθυστέρηση.
Το πρόβλημα είναι μεγάλο για τουλάχιστον δύο εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχουν πάρει τις αναλογούσες προβλέψεις, ενώ και η πίεση των εποπτικών αρχών για την διευθέτησή τους είναι πλέον ασφυκτική.
Τα εν λόγω δάνεια έχουν δοθεί σε ευπαθείς ομάδες, όπως σεισμόπληκτοι ή πυρόπληκτοι, αλλά αφορούν και δάνεια είτε προς ιδιώτες σε παραμεθόριες περιοχές είτε προς κτηνοτρόφους ή αγροτικές επιχειρήσεις.
Ολα αυτά οι θεσμοί ζητούν από την κυβέρνηση να εξοφληθούν εδώ και τώρα -για την ακρίβεια έως τα τέλη Ιουνίου- από τον εγγυητή, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Αντ’ αυτού, όμως, με απόφασή του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης στις αρχές του μήνα ανανέωσε την δυνατότητα ρύθμισής τους σε μια ύστατη προσπάθεια να «αναστηθούν» κάποια από αυτά.
Η αναφορά, ωστόσο, ήταν συγκεκριμένη σε μια παράγραφο της σελίδας 40 της Εκθεσης Ενισχυμένης Επιτήρησης που δημοσίευσαν οι θεσμοί τον περασμένο Νοέμβριο. Τότε παρατηρούσαν ότι «υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή από το Γενικό Λογιστήριο (GAO) των απαιτήσεων των τραπεζών με κρατικά δάνεια (εγγύηση του Δημοσίου)», πρόσθετε δε ότι θα έπρεπε το Γενικό Λογιστήριο να εφαρμόσει δράσεις για την εξάλειψη των καθυστερημένων απαιτήσεων των τραπεζών. «Στο πλαίσιο αυτό, οι Αρχές καλούνται να αναθεωρήσουν τις εσωτερικές διαδικασίες και τις ικανότητες για να εξασφαλίσουν την έγκαιρη και αποτελεσματική εκτίμηση και καταβολή των απαιτήσεων στο πλαίσιο δανείων με εγγύηση του Δημοσίου, το αργότερο, μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2019», κατέληγε το κείμενο. Το ποσό που πρέπει να πληρωθεί ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες του Προϋπολογισμού απειλώντας ευθέως, μαζί με τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις για τους συνταξιούχους, την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% στο τέλος του έτους.
Το όλο ζήτημα προκαλεί πονοκέφαλο και στα τραπεζικά επιτελεία, καθώς οι επισφάλειες των συγκεκριμένων δανείων υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο των καθυστερήσεων, φτάνοντας ακόμα και το 80%, εγείροντας εύλογα θέμα κατάπτωσης εγγυήσεων. Μπροστά στην αδυναμία του Δημοσίου να πληρώσει τις εγγυήσεις που έχει αναλάβει, οι τράπεζες επιχειρούν να κρατήσουν τεχνητά στη ζωή τα εν λόγω δάνεια. Επί της ουσίας ανακυκλώνουν εδώ και χρόνια τις ρυθμίσεις τους, επιμηκύνοντας τον χρόνο αποπληρωμής, με αβέβαιη όμως κάθε προοπτική εξυπηρέτησής τους, εξ ου και θεωρείται εκ των προτέρων ότι θα αποβεί ατελέσφορη και η νέα προσπάθεια της κυβέρνησης μέσω της απόφασης Χουλιαράκη. Η συγκεκριμένη κατηγορία δανείων έχει εξαιρεθεί και από τη δυνατότητα πώλησής τους σε funds, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τις επιλογές διαχείρισής τους. Βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης τότε ήταν ο κίνδυνος για τον Προϋπολογισμό από τυχόν καταπτώσεις εγγυήσεων.
Οι εγγυήσεις
Η χορήγηση δανείων με τη μορφή εγγύησης από την πλευρά του κράτους αποτελούσε πάγια πρακτική των κυβερνήσεων κατά το παρελθόν και τα κριτήρια βάσει των οποίων δίνονταν δεν συνδέονταν πάντα με κοινωνικούς σκοπούς. Σε αρκετές περιπτώσεις δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου δίνονταν στη λογική του πελατειακού κράτους και εξυπηρετούσαν ακόμη και προεκλογικές σκοπιμότητες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, οι εγγυήσεις για δάνεια ιδιωτικών επιχειρήσεων ανέρχονται σε 2,086 δισ. ευρώ και για πληγέντες φυσικών καταστροφών σε 1,934 δισ. ευρώ. Στα τέλη του 2017 συνολικά η αξία του ανεξόφλητου χρέους με κρατική εγγύηση ήταν 11,5 δισ., ενώ για το 2018 παρότι η πρόβλεψη ήταν ότι θα περιοριστεί στα 10,3 δισ. εκτιμάται ότι τελικά θα πλησιάσει τα 12 δισ. ευρώ. Ηδη τον Νοέμβριο του 2018 το ανεξόφλητο των κρατικών εγγυήσεων έφτασε τα 10,5 δισ. ευρώ. Αναντίστοιχες της πραγματικότητας ήταν και οι προβλέψεις για πιθανές καταπτώσεις εγγυήσεων. Ο Προϋπολογισμός προέβλεπε ότι το 2018 οι καταπτώσεις θα περιορίζονταν στα 88,7 εκατ. ευρώ, αλλά στο 11μηνο είχαν φτάσει τα 937 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 911 εκατ. αφορούν δάνεια δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το Δημόσιο έχει εγγυηθεί δάνεια προς επιχειρήσεις που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή το Δημόσιο έχει ποσοστό σε αυτές και είναι κυρίως οι μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις, το αεροδρόμιο και η Αττική οδός. Από τις εγγυήσεις αυτές που έχουν παρασχεθεί δεν έχουνκαταπέσει κάποιες, καθώς τα δάνεια εξυπηρετούνται κανονικά. Το μεγαλύτερο ανεξόφλητο εγγυημένο υπόλοιπο δανείων έχει η ΔΕΗ με 1,932 δισ. ευρώ και ακολουθούν ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών με 295,6 εκατ., ο ΔΕΣΦΑ με ανεξόφλητο εγγυημένο υπόλοιπο 222 εκατ., ο ΑΔΜΗΕ με 200 εκατ. και η εταιρεία Αττική Οδός με εγγυημένα δάνεια 60,1 εκατ. ευρώ.
Στα εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια περιλαμβάνονται και αρκετές κρατικές επιχειρήσεις, όπως η Αττικό Μετρό (2,031 δισ. ευρώ), ο ΟΣΕ (2,289 δισ. ευρώ), η Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (235 εκατ.) η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (55 εκατ.) η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (108 εκατ.).
Οι διαθέσεις των θεσμών είχαν φανεί από το περασμένο καλοκαίρι, όταν με την ψήφιση του νόμου 4549/18 προβλεπόταν ο περιορισμός των νέων εγγυήσεων που μπορεί να παράσχει το Ελληνικό Δημόσιο σε ετήσια βάση στο 1,5% των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού, από 3% που ήταν μέχρι τότε. Σε αυτή τη διάταξη είχε συμπεριληφθεί και η δυνατότητα νέων ρυθμίσεων παλαιότερων δανείων, αλλά με στενό κορσέ για τον δανειολήπτη.