Κλίμα δυσπιστίας επικρατεί στην οικονομία καθώς οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ διαδέχονται η μία την άλλη και αλλάζουν πρόσημο μέσα από μια διαδικασία που δεν γίνεται κατανοητή με την κοινή λογική. Την ώρα που ο Moody’s μειώνει τις προβλέψεις του για ρυθμό ανάπτυξης στο 1,7% το 2017, με το οποίο, αν γίνει, αλλάζουν πολλά στην πορεία της οικονομίας, το ΔΝΤ μιλά για 2,8%. Πού το βρήκαν, αναρωτιέται κανείς.
Αμέσως μετά, και ενώ τα στοιχεία του Προϋπολογισμού είναι δημοσιοποιημένα μέχρι και τον Σεπτέμβριο και οι στόχοι έχουν επιτευχθεί όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, το Ταμείο κάνει τη δεύτερη έκπληξη με νούμερο-κλάσμα του αρχικού στόχου, σχεδόν μηδενικό για φέτος στο 0,1% και μόλις 0,7% για του χρόνου. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα και εν γένει δείχνουν ότι η στρατηγική προσέγγιση του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα πνέει τα λοίσθια.
Οπως και τα όσα διέρρευσαν την προηγούμενη εβδομάδα για το αν θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα μετά τις γερμανικές εκλογές. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ έδωσε αρκετές απαντήσεις στην κατεύθυνση αυτή μιλώντας για προσαρμογή του ΔΝΤ, όμως σε γενικές γραμμές αυτά που προκύπτουν είναι τα εξής:
Πρώτον, η ελληνική πλευρά δεν έχει εξασφαλίσει ακόμα και τώρα τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης. Αυτό καθίσταται ο πρώτος και βασικός στόχος ως προϋπόθεση για έξοδο στις αγορές και αν δεν επιτευχθεί εγκαίρως αποκλείονται πολλά πράγματα τα οποία τώρα συζητάμε για το 2017. Ταυτόχρονα οι προσδοκίες μειώνονται σημαντικά.
Δεύτερον, ο ρόλος του ΔΝΤ πρέπει να ξεκαθαριστεί γιατί πέραν ενός πολιτικού παιχνιδιού έχει να κάνει με τη διαμόρφωση των προσδοκιών των διεθνών παραγόντων για την Ελλάδα. Και όπως ξέρουμε πια από την πείρα μας, οι προσδοκίες διαμορφώνονται από τις αγορές.
Η υπόθεση του χρέους που μπαίνει αφορά τα επιτόκια μετά το 2022 και τη μετατροπή τους σε σταθερά, για να είναι προφυλαγμένη η οικονομία από διακυμάνσεις που μπορεί να της αυξήσουν το κόστος των τοκοχρεολυσίων. Αυτή είναι η όλη συζήτηση για το χρέος και κάτι άλλο δεν υπάρχει.
Η υπόθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων έχει μετατεθεί πια για μετά το 2018, με στόχο να περιοριστεί το όριο του 3,5%. Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες με τους οποίους θα πορευτούμε τη διετία που έχουμε μπροστά μας. Τώρα τι από αυτά δέχεται το ΔΝΤ, τι του αρέσει και αν, πότε και πώς θα μπει στο πρόγραμμα, αυτό μένει να το δούμε. Η ευρωπαϊκή πλευρά έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της.
Ενας κρίσιμος παράγοντας είναι η υπόθεση των Εργασιακών. Και αυτό γιατί η επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων θα ανταλλαγεί με απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων με βάση κριτήρια που θα έχουν να κάνουν με την επιδείνωση της θέσης της επιχείρησης και των εύλογων προειδοποιήσεων που θα απευθύνει. Η διαχείριση όμως του ζητήματος αυτού είναι κλειδί για την κυβέρνηση που δέχεται πυρά και θέλει να παρουσιάσει ένα επίτευγμα τέτοιο που θα συσπειρώσει τη βάση της.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το βασικό πρόβλημα που υφίσταται είναι οι επενδύσεις. Οι οποίες με τα παρόντα δεδομένα δεν είναι εύκολο να προσελκυστούν, και αυτό πρέπει να αλλάξει γρήγορα. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται το πώς.
Στον Προϋπολογισμό επίσης έχει ανακύψει θέμα με τις πραγματικές προϋποθέσεις για ιδιωτικοποιήσεις. Ποιες τελικά θα υλοποιηθούν και με ποιες προϋποθέσεις;
Πέραν αυτού, το διεθνές κλίμα είναι καθοριστικό για το πλαίσιο στο οποίο κινείται η ελληνική οικονομία. Οι κορόνες Ερντογάν, όπως γρήγορα απεδείχθη, δεν ήταν προς εσωτερική κατανάλωση. Το κυριότερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο σουλτάνος, απρόβλεπτος ων, δεν μπορεί παρά να θεωρείται ένας παράγοντας που μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
Παράλληλα, το διεθνές σκηνικό διαθέτει σειρά εξελίξεων που έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον όπου κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί μέσα στο 2017. Κατά συνέπεια, όταν οι αβεβαιότητες πολλαπλασιάζονται, τα κεφάλαια δεν είναι εύκολο να έρθουν σε έναν προορισμό για τον οποίο είναι εμφανές ότι ξινίζουν στο άκουσμά του.
Αυτό έχει και μια δεύτερη ανάγνωση, δηλαδή ότι αυτό θα συμβάλει στο να υπάρχουν λελογισμένες πιέσεις στην ελληνική πλευρά από το εξωτερικό. Και εκεί βασίζει και η κυβέρνηση τη στρατηγική επιβίωσης παρά το βαρύ κλίμα.
Καθίσταται όμως σαφές ότι η ασφαλής πορεία για τη χώρα και η σταθεροποίησή της σε ένα γεωπολιτικό πλαίσιο που τείνει να γίνει κινούμενη άμμος σχετίζονται με την υλοποίηση διορθωτικών κινήσεων που θα αποκαταστήσουν την ηρεμία και την εμπιστοσύνη. Αυτό είναι το χρέος του πολιτικού παράγοντα.