Η τόνωση της ανάπτυξης, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας διακυβέρνησης και του κράτους δικαίου, η σταδιακή μείωση του τεράστιου δημόσιου χρέους και η αντιμετώπιση των αδυναμιών του τραπεζικού συστήματος, παράλληλα με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και της «συνετής δημοσιονομικής πολιτικής», είναι οι 5 μεγάλες προκλήσεις για τη νέα κυβέρνηση, σύμφωνα με τη Moody’s.

Η ετήσια έκθεση του οίκου αξιολόγησης για την Ελλάδα δίνει «ψήφο εμπιστοσύνης» στην κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς εκτιμά ότι μπορεί να ενισχύσει τις επενδύσεις και να πετύχει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ φέτος, μολονότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τής κληροδότησε «τρύπα» 0,5% του ΑΕΠ.

Στις 31 σελίδες της έκθεσης, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Πέμπτη, επιβεβαιώνεται ότι η απελθούσα κυβέρνηση πάτησε γκάζι στην επιβολή λιτότητας, αλλά με τις προεκλογικές παροχές του περασμένου Μαΐου έθεσε σε κίνδυνο τον στόχο για το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα.

«Η δημοσιονομική προσαρμογή επιταχύνθηκε σημαντικά την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ», σχολιάζουν οι αναλυτές του οίκου και προσθέτουν: «Ο φετινός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα ήταν εφικτός εάν η απελθούσα κυβέρνηση δεν είχε εφαρμόσει τον Μάιο διάφορα μέτρα, με κόστος που εκτιμάται στο 0,7% του ΑΕΠ από την Τράπεζα της Ελλάδος και στο 1% του ΑΕΠ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για φέτος και τα επόμενα χρόνια. Κατά συνέπεια, προσαρμόσαμε την πρόβλεψή μας για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3% του ΑΕΠ και σε ένα μικρό έλλειμμα στον προϋπολογισμό για φέτος. Τώρα υπολογίζουμε επιστροφή σε μικρό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό και επιστροφή στον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αναμένοντας περισσότερες λεπτομέρειες για τη δημοσιονομική στρατηγική της νέας κυβέρνησης».

Η Moody’s εξηγεί αναλυτικά στην έκθεση γιατί κατατάσσει την Ελλάδα στη βαθμίδα Β1 με σταθερές προοπτικές, δηλαδή τέσσερα σκαλοπάτια μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, και μέσα από την ανάλυση αυτή αναδεικνύει τις προτεραιότητες που πρέπει να έχει η νέα κυβέρνηση. Ειδικότερα, η αξιολόγηση της χώρας μας στη βαθμίδα Β1 είναι αποτέλεσμα των εξής επιμέρους βαθμολογιών:

1. Η οικονομική ισχύς της Ελλάδας χαρακτηρίζεται «μέτρια» (“Moderate”) και ευθυγραμμίζεται με τη βαθμολογία της Κύπρου (Ba2 με σταθερές προοπτικές) και της Βουλγαρίας (Baa2 με σταθερές προοπτικές). Αυτό εξισορροπεί τα σχετικά υψηλά επίπεδα πλούτου της χώρας με το μέτριο μέγεθος της οικονομίας. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ανέρχεται στα 29.123 δολάρια και είναι σχεδόν τριπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών με βαθμολογία Β1 (10.176 δολάρια). Συγχρόνως, όμως, η αναπτυξιακή επίδοση της Ελλάδας είναι πολύ πιο ασταθής απ’ ό,τι εκείνη άλλων χωρών με βαθμολογία Β1 και μόλις πρόσφατα άρχισε να ανακάμπτει με ισχυρότερο ρυθμό.

Η Moody’s εκτιμά ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με ανάπτυξη 2,2% στη χώρα μας και ότι το 2020 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,5%. Ωστόσο, παρατηρεί πως «αυτή είναι μια σχετικά μέτρια ανάπτυξη που μοιάζει περισσότερο με τον ρυθμό ανάπτυξης της Πορτογαλίας (Baa3 με σταθερές προοπτικές) κατά την αντίστοιχη περίοδο ανάκαμψης της χώρας, παρά με τη σημαντική επιτάχυνση που βίωσαν η Κύπρος και η Ισπανία (Baa1 με σταθερές προοπτικές)». Ο οίκος βλέπει μεγάλα περιθώρια αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς η κατανάλωση των νοικοκυριών παραμένει περίπου 23% χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.

Εντούτοις, στην έκθεση εκφράζεται προβληματισμός για τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην Ελλάδα, η οποία τοποθετείται μόλις κοντά στο 1% τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. «Είναι χαμηλές προβλέψεις ακόμα και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και πολύ περισσότερο εάν ληφθούν υπόψη οι σημαντικές απώλειες που βίωσε η Ελλάδα», σχολιάζουν οι αναλυτές της Moody’s, που συνδέουν το πρόβλημα με τα «αντίξοα δημογραφικά στοιχεία της Ελλάδας, η οποία υπέφερε από μεγάλης έκτασης μετανάστευση στα χρόνια της κρίσης».

Όπως αναφέρουν, η ηλικιακή ομάδα-κλειδί των 25-34 ετών συρρικνώθηκε κατά 380.000 άτομα (5,6% του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας) μεταξύ 2010 και 2018, κυρίως λόγω της μετανάστευσης. «Οι περισσότεροι μετανάστες έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και θα χρειαστούν πιθανότατα περισσότερα κίνητρα από τη μείωση της φορολογίας για να επιστρέψουν», υπογραμμίζει ο οίκος αξιολόγησης.

2. Η θεσμική ισχύς της Ελλάδας αξιολογείται ως «μέτρια(-)» [“Moderate (-)”] και την τοποθετεί στην ίδια ομάδα με χώρες όπως η Αλβανία (Β1 με σταθερές προοπτικές), η Σενεγάλη (Ba3 με σταθερές προοπτικής) και το Ομάν (Ba1 με αρνητικές προοπτικές). Ενώ η Ελλάδα πετυχαίνει βαθμολογία σημαντικά υψηλότερη στους δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης σε σχέση με άλλες χώρες της ίδιας ομάδας, η βαθμολογία στην αποτελεσματικότητα διακυβέρνησης, στο κράτος δικαίου και στον έλεγχο της διαφθοράς είναι αισθητά χαμηλότερη από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος. Οι βαθμολογίες της Ελλάδας έχουν επιδεινωθεί την τελευταία δεκαετία, παρότι οι βαθμολογίες για την αποτελεσματικότητα διακυβέρνησης και την κανονιστική ποιότητα βελτιώνονται αργά, αντανακλώντας τις πολλές μεταρρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν στη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής.

3. Η δημοσιονομική ισχύς κρίνεται χαμηλή(+) [“Low (+)”] και κατατάσσει την Ελλάδα πλάι στην Κροατία (Ba2 με θετικές προοπτικές), την Πορτογαλία και την Ιταλία (Baa3 με σταθερές προοπτικές). Η βασική αδυναμία της χώρας μας είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους κατά περισσότερες από 70 ποσοστιαίες μονάδες από το 2008 έως τα τέλη του 2018 (έφθασε πέρυσι το 181,1% του ΑΕΠ). «Περιμένουμε σταδιακή μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ από φέτος, αλλά το βάρος του χρέους θα παραμείνει πολύ υψηλό για δεκαετίες», επισημαίνει η Moody’s. Εντούτοις, αναγνωρίζει πως η αναλογία χρέους/ΑΕΠ έχει μικρότερη σημασία σε σχέση με άλλες χώρες, με δεδομένες τις πολύ μακροχρόνιες ωριμάνσεις του χρέους και τη σημαντική και επαναλαμβανόμενη ελάφρυνση που έδωσαν στην Ελλάδα οι Ευρωπαίοι πιστωτές της. Έτσι, η δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει το χρέος της είναι σημαντικά πιο ισχυρή απ’ ό,τι δείχνουν τα στοιχεία για το χρέος.

4. Η ευαισθησία της Ελλάδας σε κινδύνους χαρακτηρίζεται υψηλή(+) [“High (+)”] και είναι παρόμοια με εκείνη της Κύπρου και της Τουρκίας (B1 με αρνητικές προοπτικές). Ο κύριος λόγος είναι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα, ο οποίος, σύμφωνα με τη Moody’s, «εξακολουθεί να έχει χαμηλή ποιότητα ενεργητικού και χαμηλή κερδοφορία. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλο μερίδιο κεφαλαίου χαμηλότερης ποιότητας με τη μορφή του αναβαλλόμενου φόρου».

 

Η αναπτυξιακή ατζέντα της νέας κυβέρνησης

Η Moody’s εκτιμά ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα ενισχύσει τις επενδύσεις: «Οι επενδύσεις μπορεί να γίνουν ο βασικός οδηγός της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, καθώς η νέα κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ένα φιλικότερο περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της έμφασης στην τόνωση των επενδύσεων και στη μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης πιο γρήγορα απ’ ό,τι προέβλεπε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μέρος των πρόσφατων αδυναμιών σχετίζεται με την υποεκτέλεση των δημοσίων δαπανών, που πιθανότατα επίσης θα αλλάξει με τη νέα κυβέρνηση».

Τα περιθώρια τόνωσης των επενδύσεων είναι πολύ μεγάλα, δεδομένου ότι, όπως τονίζει ο οίκος, «η επίδοση της Ελλάδας στις επενδύσεις ήταν πολύ πιο αδύναμη συγκριτικά με άλλες χώρες της ευρωζώνης που βγήκαν από ύφεση και κρίση. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στην Πορτογαλία και την Κύπρο ανέκαμψε στα προ κρίσης επίπεδα και στην Ισπανία σχεδόν στο 80%. Στην Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα από το 1/3 των προ κρίσης επιπέδων».

Η έκθεση διευκρινίζει ότι η προσέλκυση επενδύσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μείωσης της φορολογίας. «Ακόμα και με χαμηλότερο συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων (από 29% στο 20% μέσα στην προσεχή διετία), ο συντελεστής θα είναι υψηλός σε σύγκριση με τις γειτονικές χώρες που έχουν επωφεληθεί από τη μεταφορά ελληνικών επιχειρήσεων: οι εταιρικοί φόροι κυμαίνονται από 16% στη Ρουμανία και 12% στην Κύπρο έως 10% στη Βουλγαρία», παρατηρεί η Moody’s και συμπληρώνει ότι απαιτείται αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, των σύνθετων νομικών διαδικασιών για αδειοδότηση επιχειρήσεων κ.λπ.

 

Moody’s – Annual Credit Analysis Greece (July 2019)