Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Ρίο ντε Τζανέιρο δεν θα προσφέρουν και πολλά στη βραζιλιάνικη οικονομία , ωστόσο μερικές μεμονωμένες εταιρείες θα έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα, αναφέρει σε έκθεσή της που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα η Moody’s. Παράλληλα, υπενθυμίζει τις προβλέψεις της για ύφεση 3,7% φέτος.
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης επικεντρώνει στις επιπτώσεις των Ολυμπιακών στον τουρισμό. 350.000 θεατές αναμένεται να μεταβούν στο Ρίο για να παρακολουθήσουν τους Αγώνες τον Αύγουστο και τους Παραολυμπιακούς τον Σεπτέμβριο. Το πρώτο εμπόδιο είναι η εξάπλωση του ιού Ζίκα, ο οποίος λειτουργεί αποτρεπτικά για την προσέλκυση μεγάλου αριθμού επισκεπτών, γεγονός που συνεπάγεται και αισθητά λιγότερα έσοδα για τη χώρα, ενώ ήδη κάποιοι αθλητές έχουν εκφράσει ανησυχίες και τουλάχιστον ένας ειδικός δημόσιας υγείας έχει απευθύνει κάλεσμα για διεξαγωγή των Αγώνων αλλού.
Ενδιαφέρον έχει το σημείο της έκθεσης που συγκρίνει το κόστος των Ολυπιακών του Ρίο με εκείνους της Αθήνας το 2004: όπως σημειώνει, οι Βραζιλιάνοι θα πληρώσουν τους Αγώνες λίγο παραπάνω από 1,6 φορές το κόστος των Αγώνων της Αθήνας ή κατά 63% αυξημένο. Συγκεκριμένα, η διοργάνωση του Ρίο θα κοστίσει 4,9 δισ. δολάρια έναντι 3 δισ. της Αθήνας.
Ωστόσο, οι φετινοί Ολυμπιακοί θα είναι φθηνότεροι από εκείνοι του Πεκίνου του 2008 και τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς στο Σότσι της Ρωσίας, το 2014.
Για την ιστορία, οι πιο ακριβοί Ολυμπιακοί ήταν εκείνοι του Λονδίνου το 2012, οπότε και δαπανήθηκαν 14,8 δισ. δολάρια!
Λονδίνο 2012
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, η έκθεση επισημαίνει ότι τα πιο σημαντικά και διαρκή πλεονεκτήματα θα φανούν στη μητροπολιτική περιοχή του Ρίο, όπου θα λάβουν χώρα τα events. Πέραν των αθλητικών εγκαταστάσεων, η πόλη έχει κάνει επενδύσεις 7,1 δισ. δολ. σε υποδομές – δρόμους με διόδια, λιμάνια και άλλα έργα. Η «κληρονομιά» που θα αφήσουν πίσω τους οι Αγώνες περιλαμβάνει επίσης την επέκταση του υπόγειου σιδηροδρομικού δικτύου και το τραμ που ξεκινά από το αεροδρόμιο Santos Dumont, υποδομές που θα καταστήσει το Ρίο μια πόλη πιο φιλική στο επιχειρείν, αναφέρει η Moody’s.