Μέσο φόρο 2.500-3.000 ευρώ δείχνουν τα νέα εκκαθαριστικά για σχεδόν το 40% των ελεύθερων επαγγελματιών που έχουν ήδη υποβάλει δηλώσεις και μέχρι πέρυσι πλήρωναν μόλις 650 ευρώ για τέλος επιτηδεύματος, καθώς πολλοί εμφάνιζαν μονίμως μηδενικά κέρδη ή ζημίες από το επάγγελμά τους. Η ανατροπή αυτή είναι το άμεσο αποτέλεσμα του νέου συστήματος τεκμαρτής φορολόγησης που εφαρμόστηκε φέτος πρώτη φορά για τα κέρδη που είχαν οι επαγγελματίες το 2023.
Ο πρωθυπουργός έχει προαναγγείλει «οριακές αλλαγές» αν διαπιστωθούν αδικίες. Με τα έως τώρα δεδομένα των δηλώσεων που έχουν υποβληθεί, όμως, αρμόδιες πηγές άφηναν ανοιχτό μόνο ένα σημαντικό ενδεχόμενο αλλαγών: το οικογενειακό εισόδημα να συμψηφίζεται και να μειώνει το ελάχιστο τεκμαρτό που έχει επιβληθεί, αλλά μόνο στην περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι είναι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Αν και πρόωρο ίσως, οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως «δεν ανακύπτουν σοβαρές στρεβλώσεις. Οποιες εντοπιστούν, όμως, θα αντιμετωπιστούν». Το οικονομικό επιτελείο αναμένει στις επόμενες 20 ημέρες να έχει ολοκληρωμένη εικόνα των επιπτώσεων από την πρώτη εφαρμογή του μέτρου. Οι οριστικές αποφάσεις δεν θα ανακοινωθούν πάντως πριν από τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο και θα ισχύσουν του χρόνου, για τα εισοδήματα του 2024.
Τι εξετάζεται
Την άποψη ότι πρέπει το οικογενειακό εισόδημα να καλύπτει το τεκμήριο είχαν θέσει από την πρώτη στιγμή αρκετοί βουλευτές, αλλά και υπουργοί της κυβέρνησης. Η πρόταση φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Υψηλόβαθμοι παράγοντες όμως απέκλειαν να εφαρμοστεί γενικευμένα ένα τέτοιο μέτρο. Αντιθέτως, το περιορίζουν εκφράζοντας την εκτίμηση πως είναι απίθανο να ισχύσει για όλους.
Οπως εξηγούν, «αν λαμβανόταν για όλους υπόψη το συνολικό εισόδημα της κάθε οικογένειας, θα ακυρωνόταν η έννοια του ελάχιστου ετήσιου εισοδήματος που αποκομίζει όποιος ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Και ενώ σε ένα νοικοκυριό μπορεί να προκαλεί βάρος και αντιδράσεις ότι η Εφορία καθορίζει αυτόματα το ελάχιστο εισόδημα κάποιου που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα, στις περιπτώσεις που είναι και οι δύο σύζυγοι ελεύθεροι επαγγελματίες αυτό το βάρος είναι διπλάσιο γιατί επιβάλλεται διπλάσιο τεκμήριο στο ίδιο νοικοκυριό». Στη βάση αυτή, για παράδειγμα, θα μπορούσε το τεκμήριο να μειώνεται ή να αναστέλλεται τουλάχιστον για έναν από τους συζύγους – ή και τους δύο.
Αλλάζει ο αλγόριθμος
Προβλήματα εντοπίζονται και σε άλλα πεδία του νόμου τα οποία αφορούν το ύψος του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος.
Για παράδειγμα:
1. Το πρόβλημα των «υψηλόμισθων»: Ενα από τα κριτήρια που απογειώνουν δύο, τρεις ή και δέκα φορές επάνω το ατομικό τεκμαρτό των 3.600 έως 14.196 ευρώ που τίθεται στους επαγγελματίες είναι οι μισθοί των υπαλλήλων τους.
Το πρόβλημα αφορά όσους απασχολούν υπαλλήλους στις επιχειρήσεις τους. Διότι το 10% της συνολικής μισθοδοσίας έρχεται να προστεθεί αυτομάτως στο ατομικό τεκμαρτό εισόδημα μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ (ανώτατο όριο).
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν ακραίες καταστάσεις ή αδικίες, ο νόμος βάζει κόφτη στο κριτήριο των μισθών των υπαλλήλων, ανεβάζοντας στα 30.000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο το εισόδημα για τον επαγγελματία, ακόμα κι αν ο καλύτερα αμειβόμενος υπάλληλος της επιχείρησης λαμβάνει, π.χ., 40.000 ή 50.000 ευρώ.
Ωστόσο ανακύπτει άλλο πρόβλημα: ακόμα κι αν προσλάβει για μόλις έναν μήνα τον συγκεκριμένο υπάλληλο (π.χ. τον Δεκέμβριο), ο επιχειρηματίας δεν φορολογείται με βάση τον έναν μισθό που του έδωσε, αλλά για… 14, καθώς το ποσό που του κατέβαλε μέσα στη χρονιά «ανάγεται σε ετήσιο μισθό πλήρους απασχόλησης», σαν να τον είχε υπάλληλο ολόκληρο τον χρόνο!
Η αναγωγή σε «ετήσιο μισθό» τέθηκε ως φρένο στον κίνδυνο υποδήλωσης εργασίας, ως δήθεν part time ή με «μαύρα» κ.λπ. Για να μην προκύψουν υπερβολές και καταστάσεις, όμως, εξετάζεται να τεθεί κριτήριο διάρκειας της σύμβασης πρόσληψης (π.χ. τρεις μήνες ή σεζόν) κάτω από το οποίο δεν θα ενεργοποιείται το μέτρο.
2. «Επαγγέλματα που χάνονται»: Το τεκμαρτό σύστημα φορολόγησης θέτει και κριτήριο μεγάλου τζίρου φορολογώντας βαρύτερα όποιον υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο όρο κερδών του κλάδου. Ετσι όμως κάποιοι επαγγελματίες μπορεί να πληρώσουν πανάκριβα ότι τα έχουν καταφέρει και πάνε καλά ενώ άλλοι φυτοζωούν ή περιμένουν να βγουν απλώς στη σύνταξη. Για παράδειγμα, καταστήματα ενοικίασης βιντεοκασετών ή λεβητοποιοί (δηλαδή τεχνίτες που επιδιορθώνουν καυστήρες αν η εταιρεία που τους κατασκεύασε δεν βγάζει πια ανταλλακτικά ή έκλεισε) περνάνε σταδιακά στο παρελθόν. Αν κάποιος τρέξει έξυπνα την επιχείρηση και βγάζει π.χ. 10.000 τον χρόνο αντί 4.000 που δηλώνει κατά μέσο όρο ο κλάδος, τότε εμφανίζει αυτομάτως υπέρβαση τζίρου 150% (έναντι του μέσου όρου) και υπερφορολογείται για εισοδήματα που δεν έχει.
Στις περιπτώσεις αυτές δεν ανήκουν πάνω από 500 επαγγελματίες (ΑΦΜ) ανά κλάδο σε ολόκληρη τη χώρα. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας εξαιρεί από την παγίδα του υψηλού τζίρου τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) όπου δεν δραστηριοποιούνται πάνω από 30 επαγγελματίες πανελλαδικά και, άρα, δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλής μέσος όρος. Ωστόσο ο αριθμός αυτός (30) μπορεί να επανεξεταστεί και να αυξηθεί για να ενταχθούν και άλλοι κλάδοι.
Αλλαγές… από την ανάποδη
Εκτός από βελτιώσεις για επαγγελματίες που αδικούνται, το οικονομικό επιτελείο θα επανεξετάσει και ευνοϊκά κριτήρια του νόμου που, παρότι έχει επικριθεί ως αυστηρός, ενδεχομένως άφησε παράθυρα φοροαπόκρυψης.
Τέτοιο πρόβλημα θεωρείται πως δημιουργεί και πάλι το κριτήριο υψηλού τζίρου που μπορεί να απογειώσει το τεκμαρτό εισόδημα έως και στα 50.000 ευρώ (ανώτατο όριο). Οπως αναφέρθηκε, με το σύστημα αυτό γίνεται σύγκριση του κύκλου εργασιών κάθε επαγγελματία με τον μέσο όρο του κλάδου όπου ανήκει (ΚΑΔ). Αν κάποιος ξεπερνά τον μέσο όρο του κλάδου του, τότε το ατομικό τεκμαρτό εισόδημα διπλασιάζεται ενώ -μαζί και με το κριτήριο των μισθών- μπορεί να πενταπλασιάζεται.
Για λόγους απλούστευσης, στην πρώτη εφαρμογή του μέτρου εξαιρέθηκαν αυτομάτως όσοι κλάδοι συστηματικά δηλώνουν πολύ χαμηλές εισπράξεις (κάτω από 10.000 ευρώ κατά μέσο όρο) για να μην τιμωρούνται οι νομοταγείς που εκδίδουν κανονικά αποδείξεις και δηλώνουν πολύ υψηλότερα έσοδα. Αυτό όμως εξαιρεί αυτομάτως πολλούς κλάδους (π.χ. τεχνίτες, κουρείς κ.λπ.) επειδή κατά μέσο όρο δηλώνουν πολύ χαμηλά έσοδα (8.000-10.000 τον χρόνο) και άρα απαλλάσσονται συλλήβδην όλοι από το κριτήριο υψηλού τζίρου.
Μέρος του προβλήματος -ή της λύσης του ενδεχομένως- είναι και αυτοί καθαυτοί οι συντελεστές (35%, 70%, 100%) με τους οποίους πολλαπλασιάζεται το ατομικό εισόδημα που προκύπτει στην εφαρμογή αυτού του τεκμηρίου. Γι’ αυτό εξετάζεται να μειωθούν (π.χ. 30%, 50%, 80%) συνολικά ή τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις.
Διαβάστε ακόμη
ΔΥΠΑ: Πότε λήγει η παράταση για αιτήσεις στις πράσινες δεξιότητες
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ