© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Μεγαλύτερη ανάπτυξη, επενδύσεις, μείωση των κόκκινων δανείων και του χρέους θα φέρουν την επενδυτική βαθμίδα», τονίζει στο «b.s.» ο επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων Δυτικής Ευρώπης του διεθνούς οίκου επισημαίνοντας τις προκλήσεις για την οικονομία μας
Η τόνωση της ανάπτυξης μέσα από την αύξηση των επενδύσεων, η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων, η σταθερή αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και η «συνετή δημοσιονομική πολιτική» μέσα σε σταθερό πολιτικό περιβάλλον είναι τα κλειδιά για να αναβαθμιστεί η Ελλάδα και να φτάσει σταδιακά στην επενδυτική βαθμίδα, όπως προκύπτει από τη συνέντευξη του επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων Δυτικής Ευρώπης του οίκου Fitch Μισέλ Ναπολιτάνο στο «business stories».
Ο Μισέλ Ναπολιτάνο αφήνει εμμέσως παράθυρο για αναβάθμιση στις αρχές του 2020, όταν ο Fitch θα επαναξιολογήσει την ελληνική οικονομία, αλλά σημειώνει ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρονικός ορίζοντας για να ανακτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα.
Αναλύει επίσης τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία της ελληνικής οικονομίας, που παραμένει τρεις βαθμίδες μακριά από την επενδυτική κατηγορία (ΒΒ- αλλά με σταθερή προοπτική, κατά τον Fitch) παρά τη δραστική βελτίωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Το υψηλόβαθμο στέλεχος του οίκου αξιολόγησης υπογραμμίζει τη σημασία του σταθερού πολιτικού σκηνικού που διαμορφώθηκε μετά τις κάλπες του Ιουλίου, εκτιμά ότι η αύξηση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης μετεκλογικά μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων και χαρακτηρίζει «βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση» το σχέδιο «Ηρακλής».
Παράλληλα, επισημαίνει ότι «η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου, ενώ οι φορολογικοί συντελεστές μειώνονται, μπορεί να αποτελέσει πρόκληση». Τέλος, θεωρεί εφικτή τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
– Το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, οι επενδυτές διψούν για ελληνικά ομόλογα και η νέα κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μειώσεις φόρων χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με την Κομισιόν. Επίσης, το σχέδιο «Ηρακλής» οδεύει προς νομοθέτηση και σύντομα θα ολοκληρωθεί η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ. Ολες αυτές οι εξελίξεις δεν αρκούν για να χαρακτηριστούν θετικές οι προοπτικές της χώρας;
Η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας θα επανεξεταστεί στις αρχές του 2020. Τότε θα καταλήξουμε σε απόφαση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις τελευταίες εξελίξεις. Υπάρχουν κυρίως τέσσερις τομείς στους οποίους εστιάζουμε:
1. Το πολιτικό σκηνικό, στο οποίο έχει σημειωθεί πολύ μεγάλη πρόοδος. Η Ελλάδα έχει πολύ πιο σταθερό πολιτικό σκηνικό σε σύγκριση με το 2015, όταν, μετά τις εκλογές, είχε βρεθεί στο χείλος της εξόδου από το ευρώ. Το 2019, μετά τις εκλογές, η Ελλάδα εξέδωσε 7ετές ομόλογο με απόδοση σε ιστορικό χαμηλό.
2. Η εμπιστοσύνη ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διατηρηθεί σε βάθος χρόνου αποτελεί μοχλό για να προχωρήσουμε σε θετική αξιολόγηση. Εδώ η πρόοδος είναι ανάμεικτη. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχει μια δυναμική, αλλά οι επενδύσεις εξακολουθούν να είναι το συστατικό που λείπει. Η αύξηση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης μετά τις εκλογές μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων.
3. Ενα ιστορικό συνετής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής και μείωσης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης είναι επίσης σημαντικό. Τα δημόσια οικονομικά έχουν βελτιωθεί σημαντικά και ήταν εν μέρει η αιτία των πρόσφατων αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής αξιολόγησης. Εχουμε υπογραμμίσει ότι το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να μην είναι βιώσιμο μετά το 2020. Η δημοσιονομική προσαρμογή από το 2016 έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στα φορολογικά έσοδα και στην υποεκτέλεση των δαπανών. Η νέα κυβέρνηση σημειώνει πρόοδο στην επανεξισορρόπηση του μείγματος, αλλά η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου, ενώ οι φορολογικοί συντελεστές μειώνονται, μπορεί να αποτελέσει πρόκληση.
4. Ο τραπεζικός τομέας. Ο μικρότερος κίνδυνος μετάγγισης των κινδύνων του τραπεζικού τομέα στον κρατικό προϋπολογισμό συνιστά επίσης μοχλό θετικής αξιολόγησης. Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει πολύ χαμηλή, αλλά το σχέδιο «Ηρακλής» για τη μείωση των κόκκινων δανείων αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πιστεύουμε ότι το σχήμα αυτό έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τις τράπεζες να επισπεύσουν τη μείωση του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο επιβαρύνει τα κεφάλαια, την κερδοφορία και την ικανότητά τους να χορηγούν δάνεια.
– Οι επενδυτές φαίνεται να δίνουν στην Ελλάδα υψηλότερη βαθμολογία απ’ ό,τι οι οίκοι αξιολόγησης, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν υποχωρήσει κάτω από κάθε πρόβλεψη και κινούνται πλέον κοντά στα επίπεδα των ομολόγων της Ιταλίας, η οποία έχει επενδυτική βαθμίδα. Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στη βαθμίδα ΒΒ-; Δεν είναι πολύ συντηρητικοί οι οίκοι;
Οι αξιολογήσεις των οίκων και οι αποδόσεις στην αγορά ομολόγων εξετάζουν διαφορετικούς παράγοντες. Εμείς τείνουμε να εστιάζουμε περισσότερο την προσοχή μας στα πιο μακροπρόθεσμα βασικά οικονομικά μεγέθη σε σύγκριση με τις αγορές. Λάβετε υπόψη ότι αναβαθμίσαμε την Ελλάδα σε ΒΒ- τον Αύγουστο του 2018. Τότε οι αποδόσεις βρίσκονταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με σήμερα και ήταν πολύ ευμετάβλητες, ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο. Η αξιολόγηση της Ελλάδας αντανακλά έναν μεγάλο αριθμό παραγόντων. To ΒΒ- υποστηρίζεται από τα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία απέχουν πολύ από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση ΒΒ και ΒΒΒ.
Το προφίλ του όγκου του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης είναι εξαιρετικά ευνοϊκό και η δημοσιονομική επίδοση τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν καλύτερη από ανάλογες χώρες με αξιολόγηση ΒΒ. Οι δείκτες διακυβέρνησης είναι επίσης πολύ καλύτεροι σε σύγκριση με τις περισσότερες αντίστοιχες χώρες που βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Αυτά τα δυνατά σημεία έρχονται σε αντίθεση με την αδύναμη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, το υπερβολικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες και τον μεγάλο όγκο χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και εξωτερικού χρέους.
– Υπό αυτές τις συνθήκες, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί η Ελλάδα να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα;
Η Ελλάδα βρίσκεται στο ΒΒ- στην αξιολόγησή μας, τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ή συγκεκριμένος χρόνος για να ανακτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, ιδανικά, θα περιμέναμε το δημόσιο χρέος να είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι σήμερα και η ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών να έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η περαιτέρω επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και οι ισχυρότερες αποδείξεις ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διατηρηθεί σε βάθος χρόνου θα ενίσχυαν την πεποίθησή μας ότι το δημόσιο χρέος θα μπει σε στέρεη καθοδική τροχιά. Αυτό θα ήταν θετικό για την αξιολόγηση. Αλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική αξιολόγηση είναι ένα ιστορικό συνεπούς οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Τέλος, η μείωση του κινδύνου να επηρεαστεί αρνητικά ο κρατικός προϋπολογισμός από κινδύνους του τραπεζικού τομέα.
– Ένας από τους βασικούς στόχους της κυβέρνησης είναι η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Θεωρείτε ότι μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με τους Ευρωπαίους το 2020 και ποιος θα έπρεπε να είναι ο νέος στόχος;
Προτιμάμε να μη σχολιάσουμε εάν θα αναθεωρηθούν οι στόχοι ή όχι. Πρόκειται για απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων πιστωτών. Αυτό που έχει σημασία να εξετάσουμε είναι η σχέση συνεργασίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της.
Κατά τη γνώμη μας, η σχέση αυτή έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η άποψή μας είναι ότι κάποιες μερικές αναθεωρήσεις πολιτικών (οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν μερικές αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στόχων) είναι εφικτές ως κομμάτι του διαλόγου με τους πιστωτές του επίσημου τομέα. Θα έπρεπε να εξετάσουμε τις λεπτομέρειες και τους λόγους αναθεώρησης των στόχων. Ωστόσο, με δεδομένη την πρόσφατη ισχυρή δημοσιονομική υπεραπόδοση, μια αναθεώρηση των στόχων δεν θα ήταν απαραιτήτως αρνητική από τη σκοπιά της πιστοληπτικής αξιολόγησης.
– Τι χρειάζεται για να πετύχει η ελληνική οικονομία ισχυρότερη ανάπτυξη;
Όπως ανέφερα προηγουμένως, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχει κάποια δυναμική, αλλά οι επενδύσεις εξακολουθούν να είναι το συστατικό που λείπει. Η ανάκαμψη τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών επενδύσεων θα ήταν σημαντική, για να τονωθεί η ανάπτυξη σε βάθος χρόνου. Ο παράγοντας-κλειδί είναι η εμπιστοσύνη. Η Ελλάδα έχει ιστορικό πολιτικής αβεβαιότητας που έχει οδηγήσει σε ανατροπές πολιτικών στο παρελθόν. Αυτό έχει κάνει τους επενδυτές πολύ προσεκτικούς. Οι επενδύσεις έχουν μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την προ κρίσης περίοδο. Η αύξηση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνη μετά τις εκλογές θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική τόνωση των επενδύσεων.
Άλλος ένας παράγοντας που θα επηρεάσει την ανάπτυξη, κατά τη γνώμη μας, είναι το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Σε πολλά δελτία Τύπου έχουμε τονίσει ότι η δημοσιονομική πολιτική πιθανόν να μην είναι βιώσιμη πέρα από το 2020. Η δημοσιονομική προσαρμογή από το 2016 έχει βασιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό στα φορολογικά έσοδα και στην υποεκτέλεση των δαπανών. Η νέα κυβέρνηση σημειώνει πρόοδο στην επανεξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου, με παράλληλη μείωση φορολογικών συντελεστών, μπορεί να αποτελέσει πρόκληση.
– Ποιοι είναι οι κυριότεροι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία;
Ο κυριότερος κίνδυνος για τις προοπτικές της είναι η περαιτέρω επιδείνωση των εμπορικών εντάσεων, η οποία θα οδηγούσε σε επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας.
Υπάρχουν επίσης ορισμένοι εσωτερικοί κίνδυνοι. Οι προβλέψεις μας στηρίζονται σε ανάκαμψη των επενδύσεων. Η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη.