του Αργύρη Παπαστάθη
Ένα μνημόνιο χωρίς λεφτά με ελάφρυνση χρέους η οποία θα συνδέεται με μέτρα, μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις βγάζουν οι πολυεπίπεδες διαπραγματεύσεις που γίνονται στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο στις Βρυξέλλες και αναμένεται να συνεχιστούν στην Αθήνα από την προσεχή Τετάρτη (στο Hilton) με τα ραντεβού Τσακαλώτου – τρόικας.
Από τις πληροφορίες που προέκυψαν στο περιθώριο των χθεσινών διαπραγματεύσεων στο Washington Group (χθες το πρωί) και του Euro Working Group το απόγευμα προέκυψε ότι η Γερμανία ζητάει την εκπόνηση ρυθμιστικού πλαισίου προκειμένου κάθε αίτημα ελάφρυνσης του χρέους να περνάει και από το κοινοβούλιό της.
Αν περάσει αυτή η γραμμή, την οποία φέρονται να στηρίζουν και πολλά ακόμη μέλη της Ευρωζώνης, σημαίνει ότι θα έχουμε ουσιαστικά αντικατάσταση των δόσεων του μνημονίου από ελάφρυνση χρέους σε δόσεις η οποία θα συνδέεται με μέτρα από την Ελληνική πλευρά. Άρα, πριν δοθεί κάθε τμήμα της ελάφρυνσης θα προηγείται εξέταση των Θεσμών (3-4 φορές το χρόνο) για να διαπιστωθεί ότι τηρούνται μέτρα και μεταρρυθμίσεις και θα απαιτείται έγκριση ορισμένων Ευρωπαϊκών κοινοβουλίων και πρωτίστως της Γερμανίας.
Όπως μετέδωσε ο Σκάι και η ανταποκρίτρια του Ελένη Βαρβιτσιώτη οι εκπρόσωποι των θεσμών συζήτησαν χθες το πρωί με τους εκπροσώπους Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας (το λεγόμενο Washington Group) με επίκεντρο το ελληνικό χρέος και την ελάφρυνσή του.
Κατά τις πληροφορίες ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν εξέφρασε χθες στις Βρυξέλλες την αντίθεσή του στο Γερμανικό σχέδιο λέγοντας δεν μπορεί να γίνει δεκτό καθώς η πάγια θέση του ΔΝΤ είναι ότι η ελάφρυνση του χρέους δεν πρέπει να συνδέεται με υπερβολικούς όρους και προϋποθέσεις γιατί κάτι τέτοιο θα αποθαρρύνει τις διεθνείς αγορές και αποτελεί ουσιαστικά μια μη εφαρμόσιμη τη λύση.
Όμως τα πρώτα συμπεράσματα ότι η χθεσινή μέρα οδηγεί σε έξοδο του ΔΝΤ από το Ελληνικό πρόγραμμα κρίνονται ως εντελώς πρώιμα και διόλου ασφαλή καθώς έχει συμβεί πολλές φορές να κορυφώνεται η ένταση μεταξύ του ΔΝΤ και της Γερμανίας ακριβώς πριν επιτευχθεί μία συμφωνία μεταξύ τους με το λογαριασμό να στέλνεται τελικά στην ελληνική κυβέρνηση η οποία καταλαμβάνεται εξαπίνης.
Σε κάθε περίπτωση, το «εργαλείο» που προανήγγειλε με τη γνωστή επιστολή του ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο θα είναι μία ενισχυμένη εκδοχή του σχήματος του λεγόμενου enhanced surveillance και θα μοιάζει περισσότερο με μέγγενη, καθώς πέρα από τις μεταρρυθμίσεις που θα συμφωνηθούν και όσα έχουν ήδη συμφωνηθεί (π.χ. αφορολόγητο – συντάξεις) προβλέπει βάσει των κανονισμών και τη δυνατότητα λήψης νέων μέτρων αν διαπιστωθεί εκτροχιασμός τα οποία μπορούν να αποφασιστούν από το Eurogroup χωρίς καν τη συγκατάθεση της Ελλάδας.
Το γνωστό Ευρωπαϊκό πλαίσιο που ισχύει για όλες τις χώρες και το οποίο θα ενισχυθεί όπως όλα δείχνουν για την περίπτωση της χώρας μας στο πλαίσιο του εργαλείου προβλέπει μεταξύ άλλων τα παρακάτω, όπως περιγράφονται στον κανονισμό αριθ. 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013 , για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα.
Συνοπτικά ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για την μεταμνημονιακή εποπτεία λέει ξεκάθαρα ότι τις αποφάσεις για νέα μέτρα μετά το 2018 θα τις λαμβάνουν οι δανειστές.
Από την άποψη αυτή, δεν υπάρχει διαφορά με την προληπτική γραμμή στήριξης, αφού και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται ότι κανένα νέο μέτρο δεν επιβάλλεται εάν δεν χρειαστεί. Είτε με προληπτική γραμμή είτε χωρίς, τα μέτρα επιβάλλονται έξωθεν, όποτε οι θεσμοί το κρίνουν αναγκαίο.
Αντιθέτως, χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης όπως επέλεξε η κυβέρνησης κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους (και για να χτίσει το αφήγημα της καθαρής εξόδου που τώρα ουσιαστικά καταρρίπτεται), η χώρα χάνει και τα οικονομικά πλεονεκτήματα που της προσφέρονται (όπως το waiver από την ΕΚΤ για να παρέχεται φτηνή ρευστότητα στις τράπεζες κλπ).
Στην πράξη, η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση περί της σκοπιμότητας λήψης προληπτικής στήριξης ή μη, επισκιάζει τα εξής δεδομένα:
1. Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 472 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβλέπει:
– Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα (άρθρο 14): Τα κράτη – μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχουν λάβει από άλλα κράτη μέλη, τον ESM ή το Ευρωπαϊκό ΤΧΣ.
– Νέα μέτρα (άρθρο 14): Το Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ευρώπης (Eurogroup), μετά από πρόταση της Κομισιόν, μπορεί να συστήσει σε κράτος μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα.
– Η Κομισιόν επιβάλλει, το Συμβούλιο εγκρίνει (άρθρο 14): Η πρόταση της Κομισιόν εφαρμόζεται άμεσα και θεωρείται εκ των προτέρων ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο (Eurogroup), εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει, μέσα σε 10 ημέρες.
– Ψηφοφορία στο Συμβούλιο χωρίς την Ελλάδα (Άρθρο 15): Για τα μέτρα που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που εκπροσωπούν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (Eurogroup) και το Συμβούλιο ενεργεί χωρίς να λάβει υπόψη την ψήφο του μέλους του Συμβουλίου που εκπροσωπεί το οικείο κράτος μέλος.
Μύθος τα περί «κανονικότητας»
Ακόμα και όσοι μιλούν δημόσια για το δίλημμα «καθαρή έξοδος ή προληπτική γραμμή στήριξης» αγνοούν ή παραβλέπουν δύο βασικά στοιχεία, που αναλύονται διεξοδικότερα στη συνέχεια:
α) «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια πέτυχε ως τώρα μόνον η Ισπανία, όχι όμως γιατί δεν ζήτησε προληπτική γραμμή, αλλά γιατί είναι η μόνη χώρα που εξόφλησε μείωσε το χρέος της κάτω από 75% των δανείων που έλαβε.
β) με τον όρο «προληπτική γραμμή» δεν εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα, για το τι σημαίνει και πότε χρησιμοποιείται η περίφημη «προληπτική γραμμή στήριξης». Στην πράξη μπορεί να είναι τόσο «καθαρή» από νέα μέτρα, όσο και η λεγόμενη «καθαρή έξοδος» χωρίς προληπτική γραμμή.
Ζούμε με τους μύθους μας…
Εκτός από την Ελλάδα, άλλες 7 χώρες της ΕΕ μπήκαν (και βγήκαν) από Προγράμματα Διάσωσης. Η τεράστια διαφορά (στην αξιοπιστία που κρίνει και την ανάγκη λήψης νέων μέτρων) είναι πως όλες οι άλλες χώρες βγήκαν ταχύτατα από τα Μνημόνια και απέδειξαν στις αγορές πως οικειοποιήθηκαν τα αναγκαία μέτρα για να ξεφύγουν από την κρίση, χωρίς «δεκανίκια» από νέα Προγράμματα. Πουθενά καμία χώρα δεν καθυστέρησε οκτώ χρόνια όπως η Ελλάδα, γεγονός που αφήνει το στίγμα του «υψηλού ρίσκου» για την χώρα μας.
Από την σύγκριση αυτοί ξεδιαλύνονται «μύθοι και πραγματικότητες».
Συγκεκριμένα:
– Από τις 28 χώρες της ΕΕ, οι 8 έχουν περάσει την τελευταία δεκαετία από προγράμματα προσαρμογής, με ή χωρίς το ΔΝΤ: Ουγγαρία (2008), Λετονία (2008), Ρουμανία (2009), Ελλάδα (2010), Ιρλανδία (2010), Πορτογαλία (Μάιος 2011), Ισπανία (2012), Κύπρος (2013).
– Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όλες οι άλλες χώρες ολοκλήρωσαν το Πρόγραμμα σε λιγότερο από 3 χρόνια. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης δεν άλλαξαν 5 κυβερνήσεις όπως στη χώρα μας, πριν βγουν από τα Μνημόνια. Όλες επέδειξαν υψηλό βαθμό οικειοποίηση των προγραμμάτων, υψηλό βαθμό πολιτικής συναίνεσης και ταχύτητα υλοποίησης.
– Τέλος του Προγράμματος και «έξοδος» από τα Μνημόνια σημαίνει Εποπτεία και όχι αποδέσμευση από υποχρεώσεις (μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί), ειδικά όσο η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας παραμένει χαμηλή.
Crash τεστ οκτώ Μνημονίων
Τι έκαναν οι άλλες 7 χώρες:
– Ιρλανδία: Το πρόγραμμα ξεκίνησε Δεκέμβριο του 2010 και τέλειωσε Δεκέμβριο του 2013. Όλα εφαρμόστηκαν ταχύτατα και πέρασαν 12 αξιολογήσεις με μέση διάρκεια 3 μήνες. Από τότε έως και το 2017 η χώρα πέρασε κι άλλες 7 αξιολογήσεις, στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής Εποπτείας. Οι αξιολογήσεις θα τελειώσουν το 2031, όταν η χώρα αναμένεται να έχει αποπληρώσει το 75% των δανείων του ESM.
– Ισπανία: το πρόγραμμα ξεκίνησε Ιούλιο του 2012, χωρίς το ΔΝΤ. Ήταν 18μηνης διάρκειας (έως τέλος του 2013) και ύψους 100 δισ. ευρώ, από τα οποία εκταμιεύθηκαν μόνο τα 41 δισ. ευρώ. Από το 2014 ως τέλη του 2017 η Ισπανία αποπλήρωσε πρόωρα και εθελοντικά έξι δόσεις, για να μειώσει το υπόλοιπο οφειλής της στον ESM στα 31 δισ. ευρώ (δηλαδή στο 75% προκειμένου να απαλλαγεί από αξιολογήσεις και εποπτεία). Αυτή ήταν η μόνη «καθαρή έξοδος».
– Πορτογαλία: μπήκε σε πρόγραμμα το 2011, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε σχέση με την Ελλάδα. Ολοκληρώθηκε χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης και σε λιγότερο από 3 χρόνια, ταχύτερα κι από το αναμενόμενο (η 12η αξιολόγηση δεν έγινε ποτέ καθώς η χώρα δεν χρειάστηκε καν την τελευταία δόση). Υπόκειται όμως και αυτή στην “εποπτεία μετά το πρόγραμμα”. Από το 2014 έως το 2017 πέρασε 5 αξιολογήσεις. Η εποπτεία θα διαρκέσει έως το 2026, οπότε η Πορτογαλία αναμένεται να αποπληρώσει το 75% στον ESM.
– Κύπρος: το πρόγραμμα ξεκίνησε Απρίλιο του 2013 και τερματίστηκε αρχές Μαρτίου 2016, χωρίς διάδοχο πρόγραμμα ή προληπτική γραμμή, αν και η πιστοληπτική διαβάθμισή της ήταν -και παραμένει- κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο είναι καλύτερη από της Ελλάδος και το δημόσιο χρέος της είναι χαμηλότερο. Η Κύπρος βγήκε από τα capital controls και δανείζεται από τις αγορές, αλλά παραμένει σε μεταμνημονιακή εποπτεία όπως και η Πορτογαλία.
– Ουγγαρία (Οκτώβριος 2008) και Λεττονία (Δεκέμβριος 2008): μπήκαν επίσης σε προγράμματα προσαρμογής, τα οποία τέλειωσαν εντός τριετίας, χωρίς προληπτική γραμμή.
– Ρουμανία: μπήκε σε πρόγραμμα την περίοδο 2009-2011. Ακολούθησαν καιν άλλα δύο προγράμματα προληπτικού χαρακτήρα, χωρίς περαιτέρω εκταμιεύσεις. Από τον Οκτώβριο του 2015 η Ρουμανία βρίσκεται κι αυτή σε «εποπτεία μετά το πρόγραμμα»(post-programme surveillance – PPS).
Τι σημαίνει προληπτική γραμμή στήριξης;
Ο ίδιος κανονισμός της ΕΕ (472/2013) προβλέπει και το ενδεχόμενο παροχής «προληπτικής στήριξης» την οποία ζητάει Ευρωπαΐκή Κεντρική Τράπεζα αλλά απορρίπτει κυβέρνηση.
Στόχο έχει να διασφαλιστεί η ρευστότητα του κράτους-μέλους στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποκαθιστά την σχέση του με τις αγορές.
Οι κατευθυντήριες γραμμές του ESM προβλέπουν δύο μορφές προληπτικής συνδρομής:
α) Πιστωτική Γραμμή «υπό Προϋποθέσεις»: μπορεί να χορηγείται όταν η οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση στο κράτος-μέλος είναι κατά βάση υγιής. Δεν προβλέπει ενισχυμένη εποπτεία και νέα μέτρα πολιτικής, εάν η πιστωτική γραμμή δεν χρησιμοποιηθεί. Αν δηλαδή η Αθήνα δεν την χρειαστεί, δεν επιβάλλονται νέοι όροι, παρά τήρηση των συμφωνηθέντων και μόνον.
β) Πιστωτική Γραμμή «υπό Ενισχυμένες Προϋποθέσεις»: προορίζεται για κράτη-μέλη με σοβαρά οικονομικά προβλήματα και συνοδεύεται πάντοτε από ενισχυμένη εποπτεία, η οποία συνεπάγεται τη λήψη διορθωτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Και οι δύο πιστωτικές γραμμές έχουν αρχική διάρκεια ενός έτους και μπορούν να ανανεωθούν για ένα ή δύο ακόμη εξάμηνα. Και οι δύο μορφές προβλέπουν «Μνημόνιο Συνεργασίας» με τους θεσμούς. Αυτή ακριβώς η λέξη, το μίνι-μνημόνιο της προληπτικής γραμμής, ήταν αυτή που προβλημάτισε ιδιαίτερα την ελληνική κυβέρνηση καθώς δημιουργούσε πρόβλημα στην οικοδόμηση του αφηγήματος της λεγόμενης καθαρής εξόδου η οποία αποδεικνύεται τελικά ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί στην ουσία της αλλά μόνο στα λόγια.
Σύγκριση εργαλείου – προληπτικής γραμμής
Από τα δεδομένα αυτά, όπως προκύπτουν από την κυρίαρχη τάση στο Eurogroup, από τα κείμενα της ΕΕ, τα λεγόμενα των στελεχών της Ευρωτράπεζας και τις επισημάνσεις του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα που αποδοκιμάστηκαν από την κυβέρνηση καταλήγουμε μοιραία στα εξής:
– με βάση και την εμπειρία άλλων χωρών, η πιστή και ταχεία τήρηση του Προγράμματος αποτελεί τον καλύτερο δείκτη αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής και αποτελούν εγγύηση ομαλής και δυναμικής εξόδου από το πρόγραμμα.
– αν δεν υπάρχει τέτοια «πιστοποίηση», μπορεί να μην αρκούν άλλες τεχνικές που και οι άλλες χώρες χρησιμοποίησαν, όπως οι δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων ή η δημιουργία αποθέματος («κουμπαρά») σαν εγγύηση των πιστωτών.
– μια «χαλαρή» προληπτική γραμμή στήριξης δεν σημαίνει επιπλέον μέτρα και δεσμεύσεις, αλλά εμπνέει ασφάλεια στις αγορές για καλύτερες και φθηνότερες εκδόσεις ομολόγων, επιτρέποντας και στην ΕΚΤ να στηρίζει τις τράπεζες μέσω του waiver –που η Κύπρος πάντως έχασε επειδή δεν ζήτησε προληπτική στήριξη.
– Αντιθέτως με τη μορφή που λαμβάνει αυτή τη στιγμή το “εργαλείο” αν επικρατήσουν οι απόψεις της Γερμανίας η χώρα χάνει όλα τα πλεονεκτήματα της προληπτικής γραμμής και κρατάει μόνο την βεβαιότητα των μέτρων (συντάξεις, αφορολόγητο, εργασιακά, μονιμοποίησή των μέτρων των τριών προηγούμενων μνημονίων με ρήτρα μη αντιστρεψιμότητας) τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται και να εμβαθύνοται ώστε σταδιακά, και μετά από εγκρίσεις των Θεσμών και των κοινοβουλίων, να δίνεται κομμάτι – κομμάτι η ελάφρυνση του χρέους.
Αλλά και πάλι η ελάφρυνση του χρέους έτσι όπως προτείνεται από το Eurogroup αυτή τη στιγμή δεν προβλέπει χαλάρωση της λιτότητας, άρα κάποια αισθητή αλλαγή για την τσέπη των πολιτών, καθώς η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί από το 2017 σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 το οποίο δεν πρόκειται να αλλάξει.