«Το Σύμφωνο Σταθερότητας πέθανε. Ζήτω το νέο Δημοσιονομικό Πλαίσιο», θα αναφωνήσει η Ευρώπη, όταν εγκριθεί η συμφωνία των υπουργών Οικονομικών της Ευρώπης και ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η τελική πρόταση -που μπορεί σε κάποια σημεία να αλλάξει μέχρι να γίνει νόμος- συμφέρει πολλαπλά την Ελλάδα, καθώς ανοίγει δημοσιονομικό χώρο πάνω από 1% του ΑΕΠ (2,3 δισ. με τα σημερινά δεδομένα) για φοροελαφρύνσεις και κοινωνικές παροχές, χωρίς τον κίνδυνο νέων περικοπών και λιτότητας.
Με τους υφιστάμενους κανόνες, κάθε χώρα θα πρέπει να θέτει ανώτατα όρια πιο φιλόδοξα από το ανώτατο όριο 3% για δημοσιονομικό έλλειμμα, που θα εξακολουθεί να ισχύει. Προβλέπονται δύο τέτοια ανώτατα όρια, τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ και 0,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Με τους νέους κανόνες όμως, τα όρια αυτά καταργούνται και στη θέση τους τίθεται ένα ενιαίο και λιγότερο «αυστηρό» όριο ελλείμματος, ύψους 1,5% του ΑΕΠ. Κερδίζει αυτομάτως έτσι περιθώριο 0,8% – 1% για περισσότερες κρατικές δαπάνες ή φοροελαφρύνσεις, από αυτές που επέτρεπαν ως τώρα οι δημοσιονομικοί «κόφτες».
Ανοίγει ο δρόμος για επενδύσεις
Επιτυγχάνοντας, μάλιστα, να μην προσμετρώνται οι αυξήσεις για επενδύσεις στην Άμυνα στον «κόφτη» δαπανών, η κυβέρνηση ανοίγει ακόμα μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο (έως 0,% του ΑΕΠ) για παροχές το 2024 και τα επόμενα χρόνια, χωρίς να «παγώνει» τις αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, Υγεία και Παιδεία, ούτε να ψάχνει να μειώσει δαπάνες από άλλους τομείς.
Και όχι μόνον αυτό: Με τους παλιούς κανόνες η Ελλάδα θα έπρεπε να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περίπου 5 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ με τους νέους κανόνες δύσκολα θα πρέπει να ξεπερνάει το 1%.
Επί τους παρόντος, την τελευταία τριετία καταφέρνει να το μειώνει πολύ περισσότερο (άνω του 10%), ενώ και για τη συνέχεια προβλέπεται μείωση 11% το 2024, επιπλέον 8% το 2025 και περίπου 7,5% το 2026. Παρά τα άλματα όμως, εξασφαλίζει και ότι σε μια δύσκολη για τη χώρα συγκυρία, θα μπορούσε και πάλι να τα καταφέρνει χωρίς μεγαλύτερη δημοσιονομική προσπάθεια και λιτότητα.
Ελληνικό «προνόμιο»
Σε σχέση με όσα ίσχυαν, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε διπλά καλύτερη θέση από άλλες χώρες που θα έρθουν αντιμέτωπες με την επιστροφή δημοσιονομικών κανόνων, που είχαν ατονήσει πανευρωπαϊκά, λόγω πανδημίας και διεθνούς οικονομικής κρίσης: Έχει αφήσει πίσω της πολύ χειρότερες καταστάσεις (τα τρία Μνημόνια), ενώ διανύει φάση ανάπτυξης, που σημαίνει πως θα έχει περιθώρια και για έξτρα παροχές (εξαιτίας του μεγαλύτερου ΑΕΠ), που άλλες χώρες δεν έχουν.
Θα έχει και την πολυτέλεια να μην ανησυχεί για νέες πιέσεις, «σειρήνες» ή «καμπανάκια» για μέτρα λιτότητας, όπως αυτά που ήδη ακούγονται για άλλα κράτη – μέλη από την Κομισιόν. Αν και η Ελλάδα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα (1,1% το 2023 και 2,1% για το 2024), πληρώνει τόκους 3,2% – 3,3% του ΑΕΠ (7,4 δισ. ευρώ ετησίως).
Και αυτό σημαίνει ότι η χώρα έχει κάθε χρόνο δημόσιο έλλειμμα (προσμετρώντας τους τόκους) ύψους 2,1% του ΑΕΠ φέτος και 1,1% το 2024. Κατά συνέπεια βρίσκεται ήδη κάτω από το όριο του 1,5% πριν ενεργοποιηθούν καν τα νέα μέτρα το 2025. Και ως τότε, λόγω και της ανάπτυξης, το έλλειμμα θα έχει πέσει ακόμα χαμηλότερα, καλύπτοντας και τα παλαιά όρια (0,5% και 0,7%).
Παρότι όμως οι επενδυτικές και αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονται στα επόμενα χρόνια, η Αθήνα δεν θέλει να «φλερτάρει» ξανά με τα ανώτατα όρια, επιβαρύνοντας το κρατικό έλλειμμα. Και ήδη, με όριο αύξησης δαπανών 2,6%, το ελληνικό σχέδιο δεν ξεπερνά το 0,4%. Την κυβέρνηση την ενδιαφέρει όμως, να μπορεί να αυξάνει δαπάνες όταν θέλει (π.χ. για συντάξεις, κοινωνικές παροχές, αναπτυξιακά έργα κλπ), ακόμα και αν αυξάνει άλλες δαπάνες που πρέπει και έχει απόλυτη ανάγκη, όπως τις δαπάνες για την Άμυνα.
Αυτό θα μπορεί να το κάνει με πολλούς τρόπους:
– Θα καταθέτει σχέδιο οικονομικής πολιτικής ανά τετραετία (για τα έτη 2025 έως 2028 αρχικά)
– Θα εξαιρούνται από τον «στενό κορσέ» που επιβάλλεται στις κρατικές δαπάνες των κρατών – μελών, οι πληρωμές που θα κάνουν οι χώρες για δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, αλλά και για εξοπλιστικές δαπάνες
– Θα μπορεί να αυξάνει έτσι «κατ’εξαίρεσιν» τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες της από χρόνο σε χρόνο, περισσότερο από όσο θα επέτρεπε ο νέος κανόνας που θα ισχύει για αύξηση καθαρών δαπανών σε κάθε χώρα (έως 2,6% για την Ελλάδα το 2024)
– Θα μπορεί να τροφοδοτεί παράλληλα με «ζεστό χρήμα» την αγορά, αλλά και να στηρίζει με φοροελαφρύνσεις και μέτρα κοινωνικής συνοχής τα νοικοκυριά, χωρίς φόβο δημοσιονομικής εκτροπής και κυρώσεων.
Γιατί έχει μεγάλη σημασία αυτό;
Από ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης η χώρα πρέπει να δαπανά όλο και περισσότερα κάθε χρόνο. Για παράδειγμα, το 2024 προβλέπεται αύξηση 75% σε σχέση με το 2023 που θα συνεχιστεί. Δηλαδή θα διαθέσει 1,4 δισ. ευρώ περισσότερα από το 2023 που δεν συνυπολογίζονται στο κριτήριο αύξησης πρωτογενών δαπανών.
Για αμυντικά συστήματα της χώρας, σχεδιάζει να δαπανά όλο και περισσότερα στα επόμενα χρόνια που θα έρχονται φρεγάτες και αεροσκάφη. Μόνο το 2024 θα διαθέσει 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 600 εκατομμύρια περισσότερα έναντι του 2023 (αύξηση δαπάνης 0,3% του ΑΕΠ).
Θα εξαιρούνται επίσης και δαπάνες έως 200 εκατ. ευρώ ή 0,1% του ΑΕΠ για τις μεταναστευτικές ροές, που καλύπτονται από πόρους διεθνών οργανισμών (κυρίως ΟΗΕ).
«Άμυνα» στο υπερβολικό έλλειμμα
Αν και απέχει πολύ από γενικό όριο έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, που θα σήμαινε συναγερμό στην Κομισιόν, το εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας ανέρχεται σε πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Παραλαβάνοντας κάθε νέα φρεγάτα ή αεροσκάφος που κοστίζουν δισεκατομμύρια, η Eurostat θα το προσμετρά αυτομάτως στο έλλειμμα της χρονιάς εκείνης, παρότι η αποπληρωμή διαρκεί χρόνια.
Τότε η χώρα θα πλησίαζε ή θα υπερέβαινε τα παλαιά, αλλά και τα νέα όρια ελλείμματος (0,5%-0,7% και 1,55 αντίστοιχα) ή ακόμα και το γενικό όριο του 3%. Ωστόσο, αν υπερβεί τα όρια εξαιτίας τους βάρους αυτού που «λογιστικά» το μετρά η Eurostat, η χώρα θα εξαιρείται και δεν θα μπαίνει σε νέο κύκλο πιέσεων και αυξημένης επιτήρησης.
Και όχι μόνο αυτό! Ελαφρύνοντας το βάρος από τις αυξήσεις για αμυντικές δαπάνες, καθώς και εκείνο για δαπάνες που συγχρηματοτούνται από ευρωπαϊκά ταμεία και διεθνείς οργανισμούς, αυξάνονται αντίστοιχα οι αναπτυξιακές δαπάνες που θα επαυξήσουν το ΑΕΠ. Και όσο θα αυξάνεται, τόσο μικρότερο θα είναι το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να «χωρέσει» και άλλες παροχές ή φοροελαφρύνσεις στα επόμενα χρόνια, χωρίς κίνδυνο να υπερβεί την «κόκκινη γραμμή» του 3%, που αυτομάτως θα σήμαινε την ανάγκη λήψης μέτρων λιτότητας.
Τα «ψιλά γράμματα»
Αν και τα τελικά κείμενα δεν έχουν ακόμα γραφτεί, στα 4ετή σχέδια που θα πρέπει να υποβάλλουν και να ακολουθούν τα κράτη – μέλη, θα μπαίνει ο «κόφτης» στις «καθαρές» πρωτογενείς δαπάνες του κράτους. Από αυτόν θα εξαιρούνται μεν αμυντικές δαπάνες, αλλά όχι όλες. Δεν θα μετράνε πχ οι αυξήσεις σε μισθούς των ενστόλων, αλλά μόνον οι νέες «επενδύσεις». Δεν θα αφαιρούνται στο σύνολό τους, και μόνο αν υπερβαίνουν τον μέσο όρο της Ένωσης ή της τριετίας.
Κάθε χρόνο, οι Βρυξέλλες θα ενημερώνουν τις χώρες, ποια πρέπει να είναι η αύξηση των «καθαρών» πρωτογενών δαπανών τους την επόμενη χρονιά. Η αύξηση θα διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα και θα προκύπτει από μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα βασίζεται στις προβλέψεις της Κομισιόν για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό κλπ.
Η εξαίρεση αυτή πάντως αποκτά μεγάλη σημασία γιατί με τα νέα δεδομένα, αν μία χώρα -εν προκειμένω η Ελλάδα- πετυχαίνει μεγαλύτερο πλεόνασμα, όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, δεν θα μπορεί να το διαθέτει για φοροελαφρύνσεις ή εισοδηματικές ενισχύσεις, στην περίπτωση που με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει το ετήσιο όριο αύξησης των δαπανών.
Κατά συνέπεια, ό,τι αφαιρείται από τις δαπάνες που μετράνε για τον «κόφτη» δαπανών (κυρίως εξοπλιστικά, Ταμείο Ανάκαμψης και συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα), θα επιτρέπει να δοθούν αντίστοιχα άλλες παροχές ή ελαφρύνσεις, όπως π.χ. μείωση συντελεστών ΦΠΑ. Έτσι, ακόμα κι αν ξεπερνάμε τον στόχο του πλεονάσματος 2,5%, που είναι πράγματι φιλόδοξος, όπως παραδέχονται αρμόδιες πηγές, το «περίσσευμα» θα πηγαίνει επί της ουσίας στη μείωση του χρέους.
Το… κερασάκι στην τούρτα πάντως είναι η ρητή εξαίρεση από την ανάλυση της πορείας του χρέους, των δαπανών για τους αναβαλλόμενους τόκους του 2ου Μνημονίου, που θα «πέσουν» από το 2033 και μετά, ανεβάζοντας το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους 20% (από 1% για τα προσεχή 20 έτη). Η Αθήνα έτσι δεν θα έχει λόγους τότε να ανησυχεί, αν και ήδη οι τόκοι αυτοί εμφανίζονται κανονικά ήδη στο έλλειμμα κάθε χρονιά, εδώ και μια πενταετία.
Διαβάστε ακόμη
Ραντεβού με την εφορία που δεν πρέπει να χαθούν μέχρι το τέλος τους έτους
Σταύρος Νιάρχος: Οι πίνακες της Κρεολής και η μυθική συλλογή (pics)
Πώς ένα ημιτελές ημιυπόγειο στην Ηλιούπολη μετατράπηκε σε ένα εντυπωσιακό διαμέρισμα 56 τ.μ.
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ