Τα μέτρα που είχαν ήδη ψηφιστεί και που θα ισχύσουν από φέτος μέχρι και το 2022, ακυρώνοντας έτσι το αφήγημα της καθαρής εξόδου, φέρνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα το οποίο θα ψηφιστεί από τη Βουλή τη Πέμπτη και θα σημάνει άλλο ένα γύρο σκληρής και άδικης λιτότητας, με κύρια θύματα τα μόνιμα “υποζύγια” της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, δηλαδή μισθωτούς, συνταξιούχους κι ελεύθερους επαγγελματίες.
Το νέο μεσοπρόθεσμο προβλέπει σωρευτικά μέτρα 18,4 δισ. ευρώ καθώς και πρόσθετα φορολογικά έσοδα 5,4 δισ. ευρώ. Παράλληλα, θέτει οριστικό τέλος στα όνειρα για ακύρωση των περικοπών των συντάξεων, καθώς οι συνταξιούχοι θα δουν μαχαίρι στις ήδη πετσοκομένες συντάξεις τους έως και 18% από την Πρωτοχρονιά του 2019.
Έναντι αυτής της νέας λαίλαπας λιτότητας, η κυβέρνηση προτείνει αντίμετρα ύψους 14 δισ. ευρώ και υποσχέσεις για ελαφρύνσεις 3,5 δισ., που δίνονται με το βλέμα στις προσεχείς κάλπες.
Η αύξηση των εσόδων θα προέλθει κυρίως από τέσσερις πηγές:
– Από την άμεση κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά,
– Από τις αυξημένες αντικειμενικές που επηρεάζουν σειρά από τέλη επί των ακινήτων,
– Από την απάλειψη της έκπτωσης 15% στις ασφαλιστικές εισφορές τον Ιανουάριο του 2019,
– Από τη συρρίκνωση του αφορολόγητου το 2020 (που προβλέπει ότι όποιος παίρνει πάνω από 500 ευρώ τον μήνα θα πληρώνει πλέον φόρο) και γενικότερα από την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Ειδικά για το ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα, το πολυνομοσχέδιο προβλέπει υπέρβαση του στόχου για 3,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2019 και δημοσιονομικό χώρο (πόροι που μπορούν να επιστραφούν στην οικονομία) 700 εκατ. ευρώ, το 2020 άλλα 1,28 δισ. ευρώ, το 2021 άλλα 2,105 δισ. ευρώ και το 2022 επιπλέον 3,582 δισ. ευρώ. Γεγονός που σημαίνει ότι στον κρατικό «κουμπαρά» θα συγκεντρωθεί την 4ετία 2019-2022 το ποσό των 7,667 δισ. ευρώ.
Το σημαντικότερο μέρος από αυτά, δηλαδή τα 5.668,5 δισ. ευρώ, προβλέπεται να διατεθούν για τη μόνιμη μείωση των φορολογικών βαρών: το 2020 θα δοθεί για μειώσεις φόρων το 75% και το 25% για ενίσχυση κοινωνικών δαπανών, και από το 2021 και μετά θα μοιράζεται εξίσου σε μειώσεις φόρων και αύξηση κοινωνικών δαπανών. Όσον αφορά τους τομείς της φορολογίας που θα διατεθούν, με τη μορφή μειώσεων φόρων δεν υπάρχει κάποια εξειδίκευση, αναφέρεται μόνο ότι ο δημοσιονομικός χώρος θα διατεθεί για μειώσεις φόρων που θα αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Τα νέα βάρη για φορολογούμενους, μισθωτούς και συνταξιούχους
Το νέο Μεσοπρόθεσμο περιλαμβάνει την πρόβλεψη για περικοπή συντάξεων το 2019 και των μισθών το 2020, με το ελληνικό Δημόσιο να προσβλέπει δημοσιονομική απόδοση 3 δισ. το 2019 από περικοπή συντάξεων, 5 δισ. το 2020 από περικοπές συντάξεων και αφορολόγητου και 5,3 δισ. το 2021, ενώ το 2023 η δημοσιονομική απόδοση θα πέσει στα 5,1 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τα δωράκια – αντίμετρα που θα δοθούν, είναι στοχευμένα και προφανώς ανεπαρκή.
Το 2019 προβλέπεται δαπάνη 1,9 δισ. για σχολικά γεύματα, προνηπιακούς σταθμούς, επέκταση επιδόματος στέγασης, οικογενειακά επιδόματα. Το 2020 θα συμπληρωθούν με φορολογικά αντίμετρα όπως μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 209 εκατ., μείωση συντελεστών φυσικών προσώπων στο 20% από 22% και από 29% στο 26% για τις επιχειρήσεις, φθάνοντας στα 3,91 δισ. ευρώ ενώ για το 2021 και το 2022 τα αντίμετρα θα φτάσουν τα 4,04 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση επίσης υπόσχεται και περισσότερες από 42 χιλιάδες προσλήψεις την επόμενη πενταετία, δηλαδή περίπου 8.000 το χρόνο.
Για να γίνουν βέβαια όλα αυτά θα πρέπει να ισχύσουν κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως ανάκαμψη της οικονομίας με ρυθμό περίπου 2% τα επόμενα χρόνια, δυνατότητα της οικονομίας να προσελκύσει επενδύσεις με ρυθμό 12,1% το 2019 και 9,4% το 2020, ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης από το 0,5% φέτος στο 1,2% έως το 2022 και υποχώρηση της ανεργίας κατά περίπου έξι μονάδες από το 19,9% φέτος στο 14,3% το 2022.
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τα αντίμετρα που στην ουσία αποτελούν περιορισμένες ελαφρύνσεις και επιδόματα, η πραγματικότητα είναι ότι κάθε χρόνο από τις τσέπες του κόσμου θα κάνουν φτερά περί τα 5 δισ. ευρώ.