«Σε όλο τον κόσμο, οι δημόσιες αρχές κινητοποιούνται για την καταπολέμηση του κορωνοϊού. Ο COVID-19 αποτελεί μια νέα μορφή οικονομικής διαταραχής που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με βάση τα εγχειρίδια του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε πολιτικές στοχευμένες σε όσους είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε αυτήν την κρίση» αναφέρει σε άρθρο γνώμης της η Κριστίν Λαγκάρντ το οποίο δημοσιεύεται σε μεγάλα ευρωπαϊκά ΜΜΕ και αποκλειστικά για την Ελλάδα στο protothema.gr
«Και αυτοί είναι σήμερα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που αντιμετωπίζουν μια απότομη απώλεια εισοδήματος και ολοένα μεγαλύτερο άγχος για το μέλλον. Οι πολιτικές της ΕΚΤ έχουν σχεδιαστεί ακριβώς για αυτούς τους ανθρώπους. Στο πλαίσιο της αποστολής μας, έχουμε διαμορφώσει τα μέτρα μας έτσι ώστε η ρευστότητα να διοχετεύεται στους πολίτες και στους τομείς που χρειάζονται την περισσότερη στήριξη.
Για να καταλάβουμε πώς λειτουργούν τα μέτρα μας, πρέπει να δούμε γιατί αυτή η κρίση είναι ιδιαίτερη. Τα αίτιά της είναι διαφορετικά από εκείνα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης ή μιας συμβατικής ύφεσης. Η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας είναι συνέπεια της αναγκαίας απόφασης να ζητηθεί από τους πολίτες να μείνουν στα σπίτια τους. Έτσι δημιουργείται μια επιτακτική ανάγκη να αποτρέψουμε βιώσιμες επιχειρήσεις από το να κλείσουν και εργαζόμενους από το να χάσουν τις δουλειές τους λόγω μιας πρόσκαιρης κρίσης για την οποία δεν φέρουν καμία ευθύνη.
Οι εργαζόμενοι είναι σήμερα εκτεθειμένοι σε μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά τη δεκαετία του 1930. Για παράδειγμα, το υψηλότερο επίπεδο των νέων αιτήσεων για επίδομα ανεργίας στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2009 ήταν 665.000 μέσα σε μια εβδομάδα. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες παρατηρήσαμε αύξηση των αντίστοιχων αιτήσεων πρώτα σε 3,3 και στη συνέχεια σε 6,6 εκατομμύρια. Ενώ στην Ευρώπη η ανεργία κινείται συνήθως βραδύτερα και παρουσιάζει χαμηλότερη μεταβλητότητα, διακρίνουμε ήδη ανησυχητικές ενδείξεις: ο δείκτης των υπευθύνων παραγγελιών (Purchasing Managers’ Index – PMI) για την απασχόληση κατέγραψε πτώση ρεκόρ τον Μάρτιο.
Για να αποφευχθεί μια μόνιμη ζημιά, πρέπει να βάλουμε την οικονομία σε «κατάσταση αναμονής», κρατώντας την όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από την εξάπλωση του κορωνοϊού. Διάφορα εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ένα από αυτά είναι να θεσπιστούν κρατικά προγράμματα που να στηρίζουν βραχυπρόθεσμα την απασχόληση. Ένα άλλο είναι να κινητοποιήσουμε το τραπεζικό σύστημα ώστε να παρέχει στις επιχειρήσεις κεφάλαιο κίνησης για να συνεχίσουν να πληρώνουν το προσωπικό τους και τους λογαριασμούς τους. Καθώς η οικονομία της ζώνης του ευρώ βασίζεται στις τράπεζες, η διευκόλυνση της ροής των πιστώσεων βοηθά στη γρήγορη παροχή ρευστότητας προς όλα τα τμήματα της οικονομίας που τη χρειάζονται.
Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν συμπληρωματικά μέτρα για να ενισχύσουν την ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν πιστώσεις. Οι κυβερνήσεις παρέχουν δανειακές εγγυήσεις που μειώνουν τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών: περίπου 16% του ΑΕΠ έχει ήδη δεσμευθεί σε τέτοια προγράμματα στη ζώνη του ευρώ. Και η ΕΚΤ παρέχει επαρκή ρευστότητα για να εξαλείψει τον κίνδυνο ρευστότητας των τραπεζών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν υποστηρικτικές για την ευρύτερη οικονομία.
Έχουμε θεσπίσει δύο τύπους μέτρων για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Πρώτον, λάβαμε στοχευμένα μέτρα σε μαζική κλίμακα για να εξασφαλίσουμε ότι η ρευστότητα διοχετεύεται σε αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο. Η νέα στοχευμένη διευκόλυνση χρηματοδότησης παρέχει στις τράπεζες ρευστότητα ύψους έως και 3 τρισεκατομμύρια ευρώ με αρνητικό επιτόκιο, το οποίο μπορεί να φθάσει έως και -0,75%, το χαμηλότερο επιτόκιο που έχουμε προσφέρει μέχρι σήμερα. Γνωρίζουμε, από την εμπειρία του παρελθόντος, ότι τέτοια μέτρα μπορούν να είναι ισχυρά. Υπολογίζουμε ότι οι δύο προηγούμενες σειρές τέτοιων στοχευμένων πράξεων ενθάρρυναν τις τράπεζες να χορηγήσουν περίπου 125 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα κεφάλαια από ό,τι θα χορηγούσαν αν δεν είχαν θεσπιστεί αυτές οι διευκολύνσεις.
Για να διασφαλίσουμε ότι οι τράπεζες αξιοποιούν πλήρως αυτή τη νέα διευκόλυνση, θεσπίσαμε επίσης μια δέσμη στοχευμένων μέτρων χαλάρωσης των κριτηρίων καταλληλότητας των εξασφαλίσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρότερες επιχειρήσεις, στους αυτοαπασχολούμενους και στους ιδιώτες. Τα δάνεια προς επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους που ωφελούνται από τα προγράμματα παροχής εγγυήσεων λόγω του κορωνοϊού μπορούν να γίνονται αποδεκτά από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος ως εξασφαλίσεις στις πιστοδοτικές μας πράξεις, συμπεριλαμβανομένων και των μικρότερων δανείων.
Αυτά τα μέτρα θα ενθαρρύνουν τις τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια και σε επιχειρήσεις πολύ μικρού μεγέθους καθώς και σε ατομικές επιχειρήσεις – που συνήθως έχουν λιγότερη πρόσβαση σε πιστώσεις – και να τις αναχρηματοδοτήσουν αντλώντας κεφάλαια από την ΕΚΤ για διάστημα έως και τρία έτη με αρνητικό επιτόκιο. Στη ζώνη του ευρώ, περίπου 22 εκατομμύρια άνθρωποι είναι αυτοαπασχολούμενοι, αριθμός που αντιστοιχεί στο 14% της συνολικής απασχόλησης. Στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό αντιστοιχεί σε 31,2%. Άρα, αυτά τα μέτρα θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε πιστώσεις για μεγαλύτερο μέρος του εργατικού μας δυναμικού.
Δεύτερον, αγοράζουμε ομόλογα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε μεγάλες ποσότητες για να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι τομείς της οικονομίας μπορούν να ωφεληθούν από τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας, σε συνδυασμό με τα άλλα προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού που έχουμε, μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε αγορές ομολόγων ύψους πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ μέχρι το τέλος του έτους. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, μπορούμε επίσης να επικεντρώσουμε τις αγορές μας με ευελιξία στις διάφορες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και στις διάφορες χώρες. Επεκτείναμε ακόμη τις αγορές στοιχείων ενεργητικού και στα εμπορικά χρεόγραφα, τα οποία αποτελούν μια σημαντική πηγή ρευστότητας για τις επιχειρήσεις. Έτσι, αυτές λαμβάνουν πρόσθετη στήριξη για να διαχειρίζονται τις ημερήσιες ταμειακές ροές τους και να αποφεύγουν τις άσκοπες απολύσεις.
Συνολικά, αυτά τα μέτρα δείχνουν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούμε κανέναν φιλοκυκλικό περιορισμό των συνθηκών χρηματοδότησης την ώρα που διανύουμε έναν από τους πιο σημαντικούς μακροοικονομικούς κατακλυσμούς των σύγχρονων καιρών. Η αντίδρασή μας όμως θα γίνει ακόμα πιο ισχυρή αν όλες οι πολιτικές ενισχύσουν η μία την άλλη. Είναι ζωτικής σημασίας τα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται για αυτήν την κρίση να εφαρμοστούν με επαρκές σθένος σε όλα τα μέρη της ζώνης του ευρώ. Οι κυβερνήσεις πρέπει να στηρίξουν η μία την άλλη, ώστε να μπορούν όλες μαζί να εφαρμόσουν τα καλύτερα μέτρα πολιτικής ενάντια σε μια κοινή διαταραχή για την οποία καμία δεν φέρει την ευθύνη.
Η πλήρης ευθυγράμμιση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής – και η διασφάλιση ίσων όρων για την καταπολέμηση του ιού – είναι ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσουμε το παραγωγικό μας δυναμικό και τις θέσεις εργασίας. Αυτό θα μας επιτρέψει να επανέλθουμε σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού όταν η πανδημία του κορωνοϊού θα έχει περάσει. Αν δεν θεραπευτούν όλες οι χώρες, θα υποφέρουν και οι υπόλοιπες. Η αλληλεγγύη είναι στην ουσία προς το συμφέρον του καθενός. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να επιτελεί τον ρόλο της, εκπληρώνοντας την εντολή που έχει για σταθερότητα των τιμών και να υπηρετεί τους Ευρωπαίους πολίτες».