Τον τρόπο υπολογισμού των εφάπαξ για τους μηχανικούς που έχουν κάνει έναρξη ασφάλισης πριν από την 1/1/1993, περιγράφει απόφαση που υπογράφει ο υφυπουργός Εργασίας Τάσος Πετρόπουλος. Αφορά ασφαλισμένους του πρώην Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, οι οποίοι σύμφωνα με το νόμο Κατρούγκαλου θα λάβουν εφάπαξ, που θα υπολογίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα θα αφορά τα έτη ασφάλισης μέχρι την 31/12/2013 και το δεύτερο θα αντιστοιχεί στα έτη ασφάλισης από την 1/1/2014 κι εφεξής.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει η Καθημερινή, ο νόμος ορίζει πως για το μέρος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης μέχρι την 31/12/2013, για τους αυτοτελώς απασχολούμενους (μισθωτούς) με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς, το ποσοστό αναπλήρωσης θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Η απόφαση έρχεται, στην πράξη, μετά από μήνες να δώσει το πράσινο φως για την έκδοση όσων εφάπαξ καθυστερούν εξαιτίας των αλλαγών που προβλέφθηκαν στο νόμο του 2016 και διευκρινίζει τις αποδοχές που θα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της παροχής. Και αυτό γιατί στο παρελθόν υπήρχαν διαφορετικοί τρόποι υπολογισμού των εισφορών.

Στόχος της εγκυκλίου είναι να διασφαλιστεί ότι το ποσό της εφάπαξ παροχής που προκύπτει σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, το οποίο αφορά στον χρόνο ασφάλισης μέχρι 31/12/2013, θα αναλογεί στο σύνολο των εισφορών που έχουν διαχρονικά καταβληθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή.

Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση, ως αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής μέχρι 31/12/1992, στους μισθωτούς – αυτοτελώς απασχολούμενους ασφαλισμένους, νοούνται αυτές που προκύπτουν αν οι εκάστοτε μηνιαίες ασφαλιστέες για εφάπαξ παροχή αποδοχές ή τιμές των ασφαλιστικών κατηγοριών, από την έναρξη ασφάλισής τους έως και την 31η/12/2013, αναπροσαρμοστούν ετησίως, κατά τη μεταβολή του εκάστοτε μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, και εν συνεχεία προσδιοριστεί ο μέσος όρος τους.

Μετά το 2013 έως και το προηγούμενο έτος της αποχώρησης από την εργασία λόγω οριστικής συνταξιοδότησης, ο ως άνω μέσος όρος προσαυξάνεται ετησίως. Βέβαια, ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα.