του Μάριου Ροζάκου
Τη σημαντική απόσταση που εξακολουθεί να χωρίζει κυβέρνηση και θεσμούς στο θέμα του διαδόχου πλαισίου του νόμου Κατσέλη επιβεβαίωσε ο επικεφαλής των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα Ντέκλαν Κοστέλο, μιλώντας σήμερα στην Αθήνα.
Παράλληλα, επισήμανε την ανάγκη να διευρυνθεί η φορολογική βάση, δηλαδή να μειωθεί το αφορολόγητο όριο, ώστε να μειωθούν φόροι και εισφορές, καθώς και να αποπληρωθούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου προς ιδιώτες και να τονωθούν οι δημόσιες επενδύσεις.
«Οι συζητήσεις συνεχίζονται. Πρέπει να εξετάσουμε μια σειρά από περίπλοκα τεχνικά θέματα», ανέφερε ο κ. Κοστέλο για τον νέο νόμο Κατσέλη και πρόσθεσε: «Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη το δημοσιονομικό κόστος. Το νέο πλαίσιο θα κοστίσει στον προϋπολογισμό 150 εκατ. ευρώ φέτος και 200 εκατ. ευρώ του χρόνου, φθάνοντας συνολικά τα 800 εκατ. ευρώ έως το 2022. Αισιοδοξούμε ότι θα βρούμε λύση, αλλά έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Εργαζόμαστε για έγκαιρη ολοκλήρωση της συμφωνίας έως το Eurogroup της 5ης Απριλίου», ανέφερε ο κ. Κοστέλο, μιλώντας σε συνέδριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Ο κ. Κοστέλο επιβεβαίωσε ότι οι θεσμοί έχουν έντονες ανησυχίες να μη διατηρηθούν στο νέο σχήμα προστασίας της πρώτης κατοικίας τα προβλήματα που υπήρχαν στον νόμο Κατσέλη, όπως ανέφερε το πρωί το newmoney.gr στο ρεπορτάζ του για τον νέο νόμο Κατσέλη. «Έχει σημασία ο σχεδιασμός του νέου πλαισίου. Ο νόμος Κατσέλη οδήγησε σε έμφραγμα στα δικαστήρια. Πρέπει να ξεπεραστούν τα προβλήματα που υπήρχαν στον νόμο Κατσέλη», υπογράμμισε. Επισήμανε ακόμα ότι υπάρχουν πολλές υπερχρεωμένες «εταιρίες-ζόμπι», που πρέπει να κλείσουν, και άλλες που πρέπει να βοηθηθούν για να γίνουν βιώσιμες.
Ο επικεφαλής των τεχνοκρατών της Κομισιόν διαβεβαίωσε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ φέτος είναι εφικτός, αλλά συμπλήρωσε ότι «υπάρχουν πολλές προκλήσεις». Ως προκλήσεις ανέφερε την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), το οποίο υποεκτελέστηκε τα τελευταία χρόνια, τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Με την επισήμανση αυτή έκλεισε για άλλη μια φορά το παράθυρο να αποφευχθεί η μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020. Επίσης, έδωσε έμφαση στην ανάγκη να αποπληρωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου («με ταμειακό ‘μαξιλάρι’ άνω των 26 δισ. ευρώ, δεν μπορεί να εξακολουθούν να υπάρχουν 2 δισ. ευρώ ληξιπρόθεσμων οφειλών», είπε χαρακτηριστικά), να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να συνεχιστούν οι προσπάθειες βελτίωσης του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος. Επικριτικός εμφανίστηκε για το σύστημα κοινωνικών επιδομάτων, λέγοντας πως έχουν κακή στόχευση και κακή εφαρμογή.
«Η συνέχιση και η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων είναι οι λέξεις-κλειδιά. Μπορεί να απαιτηθούν 5-10 χρόνια για την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί», τόνισε και πρόσθεσε ότι κεντρικό στοίχημα είναι η ανάπτυξη να φθάσει το 3%-4%, από 2% σήμερα. Εκτίμησε, πάντως, ότι η γενική εικόνα είναι καλή, ότι «η Ελλάδα έχει κάνει πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα στη μεταπρογραμματική περίοδο» και ότι «δεν βλέπει τον λόγο γιατί οι επενδύσεις να μην φθάσουν στην Ελλάδα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (20% του ΑΕΠ), έναντι 12,9% το 2017».