«Στο λιμάνι του Πειραιά υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία και υψηλή τεχνολογία για την ασφάλεια από ρύπανση, ώστε σε περίπτωση ατυχήματος να προλαμβάνουν και να αποτρέπουν τέτοιες καταστάσεις. Δυστυχώς, προς απογοήτευση όλων και χωρίς να γνωρίζουμε τις συνθήκες, τα μέτρα ασφαλείας δεν λειτούργησαν αποτελεσματικά. Όμως, πιστεύω ότι τα ειδικά συνεργεία, αφού σφράγισαν πλέον το ναυάγιο, μπορούν ακόμα και τώρα να περιορίσουν τη θαλάσσια ρύπανση και την οικολογική καταστροφή», αναφέρει σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος του ΕΒΕΠ.
«Μετά από μία εβδομάδα διαφόρων σεναρίων», συνεχίζει, «αυτό που επιβεβαιώνεται είναι ότι πράγματι υπήρχε ολιγωρία, αφού οι πρώτες ώρες ενός τέτοιου συμβάντος είναι καθοριστικές. Οι ζημιές που προκάλεσε ένα πλοίο 2.500 τόνων μας προβληματίζουν έντονα, αφού το λιμάνι του Πειραιά θεωρείται από τα ασφαλέστερα, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά στην Ευρώπη και όλο τον κόσμο, ικανό να προστατευτεί από τη θαλάσσια ρύπανση που μπορεί να προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερα τάνκερς. Ίσως η κλιμάκωση των μέτρων προς τα κάτω πρέπει να επανεξεταστούν με μεγαλύτερη προσοχή, μιας και το πλοίο θα μπορούσε να ήταν αλλοδαπής σημαίας και να μην είχε καμία σχέση με την Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων».
Και καταλήγει: «Το κόστος αποκατάστασης της οικολογικής καταστροφής που προκλήθηκε, προφανώς δεν μπορεί να καλυφθεί από τα 5 εκατ. δολάρια του “P&I Club” που είχε ασφαλιστεί πλοίο-φορτίο για “pollution risk”. Υπάρχουν όμως και σοβαρές παράπλευρες απώλειες για τους επαγγελματίες αλιείς της περιοχής του Αργοσαρωνικού, τους καταστηματάρχες της Πειραϊκής, το γιώτιγκ, τις μαρίνες και τους ξενοδόχους του παραλιακού μετώπου που έχασαν τουλάχιστον ένα επιπλέον μήνα κρατήσεων, λόγω της έντονης οσμής του μαζούτ και κυρίως την αδυναμίας πρόσβασης στην αποκαλούμενη “Αθηναϊκή Ριβιέρα”. Αυτό το κόστος δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να εκτιμηθεί, άλλα δυστυχώς ούτε πρόκειται ποτέ και να αποζημιωθεί. Λυπάμαι πολύ, αλλά δυστυχώς πιστεύω ότι θα πάρει καιρό για να πάψουμε να βλέπουμε τη “μαυρίλα” στη θάλασσα του Πειραιά!».