Του Κωστή Πλάντζου
Μετά από 4 χρόνια με υπερπλεονάσματα στο 3ο Μνημόνιο και ένα μήνα πριν εκπνεύσει ο βίος της κυβέρνησης στην Αθήνα και της Κομισιόν στις Βρυξέλλες, οι τεχνοκράτες των θεσμών ένοιωσαν την ανάγκη να εξηγήσουν από πού προκύπτει η «υπεραπόδοση» που επικαλείται η κυβέρνηση για να μοιράζει παροχές από το «υπερπλεόνασμα».
Για τον σκοπό αυτό αφιερώνουν ειδικό κεφάλαιο στην 3η Έκθεση Αξιολόγησης στο πλαίσιο της Αυξημένης Εποπτείας και, ούτε λίγο ούτε πολύ, μιλούν για «διπλά βιβλία» (“double booking”) στις δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού. Δίνουν έτσι μια διπλή απάντηση, τόσο στους ισχυρισμούς της κυβέρνησης πως «το ΔΝΤ και οι δανειστές αμφισβητούσαν ότι τα μέτρα λιτότητας θα απέδιδαν και ζητούσαν περισσότερο», αλλά και στον μύθο ότι η –ομολογουμένως τεράστια- υπερφορολόγηση υπερέβη τους στόχους είσπραξης και γέμισε τα κρατικά ταμεία.
«Η αιτία του κακού» κρύβεται κάπου αλλού, λένε οι ξένοι οικονομικοί ελεγκτές, που όμως τώρα που την εντόπισαν, δείχνουν να μην έχουν σκοπό να την κάνουν ξανά αποδεκτή –και από τον νέο κρατικό Προϋπολογισμό κιόλας που θα συντάξει σε τρεις μήνες η επόμενη κυβέρνηση.
«Διπλά βιβλία»
Αυτό που τώρα διαπιστώνουν οι ελεγκτές της Κομισιόν –με πολύχρονη καθυστέρηση πάντως που γεννά και υποψίες ενδεχομένως- είναι ότι μονίμως οι κρατικές δαπάνες έβγαιναν μικρότερες από όσες κανονικά είχαν προϋπολογιστεί.
Μία αιτία ήταν, λένε, ότι εξ αρχής η κυβέρνηση έβαζε ένα μεγάλο στόχο για ανάγκες δαπανών, που τελικώς αποδεικνυόταν μικρότερος. Και στη συνέχεια κάθε χρόνο ετοιμάζε νέο Προϋπολογισμό έχοντας σαν βάση τις περσινές εκτιμήσεις των αναγκών και όχι τις πραγματοποιήσεις των δαπανών. Στο εξής οι ελεγκτές όμως θα θέτουν σαν βάση τις αποδεδειγμένα πραγματικές ανάγκες δαπανών όπως καταγράφηκαν στη χρονιά που πέρασε, και όχι τις υποθέσεις ότι θα χρειαστούν μεγαλύτερες στη χρονιά που θα έρθει.
Μια άλλη αιτία όμως είναι και ότι η κυβέρνηση τηρούσε και έναν «διπλό προϋπολογισμό» των κρατικών δαπανών. Σαν …κρυφό κουμπαρά χρησιμοποιούσε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Συγκεκριμένα εξηγούν στην έκθεση πώς το Εθνικό Σκέλος του ΠΔΕ δεν ακολουθεί τους κανόνες πληρωμών έργων και δράσεων όπως το Συγχρηματοδοτούμενο από την ΕΕ (που ακολουθεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων και του ΕΣΠΑ).
Έτσι, ένα μέρος από τα κονδύλια του ΠΔΕ, αντί να πηγαίνει σε έργα, κάλυπτε άλλες ανάγκες του δημοσίου (πχ καταναλωτικές) και λειτουργουσε σαν … τροφοδότης λογαριασμός, για τακτικές πληρωμές και επιχορηγήσεις σε διάφορους κρατικούς φορείς, χωρίς να παρακολουθούνται με τις διαδικασίες μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Συγκεκριμένα αναφέρει η έκθεση:
– Η υποεκτέλεση δαπανών οφείλεται κυριως στο ότι υπερεκτιμάται το ανώτατο όριο δαπάνης, αντί να σχεδιάζονται αντικειμενικά χωρίς ελεγχο της κυβέρνησης.
– Οι αναμενόμενες μικρότερες δαπάνες και οι δημοσιονομικός χώρος («περίσσευμα») που προκύπτει στις ποβλέψεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε … διπλοεγγραφή των δαπανών, που τελικά όμως είναι μικρότερες.
– Ωστόσο, σύμφωνα με τις πρακτικές που εφαρμόζονται για όλα τα κράτη μέλη, οι δημοσιονομικές προβλέψεις που καταρτίζουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στηρίζονται στην πλήρη εκτέλεση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού.
– Στην Ελλάδα, η υποεκτέλεση των δαπανών που καταγράφηκε κατά τα προηγούμενα έτη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αποδέχεται τις εκτιμήσεις των αρμοδίων υπουργείων και δεν κάνει δική του κοστολόγηση.
– Σαν παράδειγμα υπερεκτίμησης του κόστους, οι ελεγκτές αναφέρουν το «Μεταφορικό Ισοδύναμο» που χρηματοδοτήθηκε από το ΠΔΕ, το Πρόγραμμα Προστασίας της Α΄ Κατοικίας που κάθε χρόνο προϋπολογιζόταν και ποτέ δεν δόθηκαν τα χρήματα, το Πρόγραμμα ενίσχυσης των προσλήψεων που δεν “περπάτησε” τελικά, αλλά και τον ειδικό κωδικό «Πιστώσεις προς κατανομή» – δηλαδή κονδύλια για αδιευκρίνιστες δαπάνες.