Της Mαίρης Λαμπαδίτη
Στην ουρά θα χρειαστεί να περιμένουν άλλον έναν μήνα για να πάρουν την επικουρική τους σύνταξη 127.000 δικαιούχοι που μετρούν μέχρι και έξι χρόνια καθυστέρησης, αφού σε ορισμένα πρώην επικουρικά ταμεία έχουν συσσωρευτεί αιτήσεις από το 2011.
Καμία επικουρική δεν έχει εκδοθεί από 1/1/2015, με αποτέλεσμα η αναμονή για την πλειονότητα των δικαιούχων να ξεπερνά τα δυόμισι χρόνια. Οι νέες συντάξεις δεν θα εκδοθούν μόνο καθυστερημένα, αλλά δεν είναι και κουτσουρεμένες με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου. Συγκεκριμένα, οι συντάξεις για τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση έως τις 31/12/2014 και δεν έχει βγει πράξη συνταξιοδότησης μέχρι σήμερα θα υποστούν μείωση από 10% έως 20% με βάση τον νόμο 4387/2016.
Οι συντάξεις για τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση από 1/1/2015 εκτιμάται ότι θα υποστούν μείωση 15%-20% με βάση τον μαθηματικό τύπο που αναμένεται να οριστικοποιηθεί τις επόμενες ημέρες ύστερα από καθυστέρηση ενός έτους στην ΕΛ.ΣΤΑΤ., η οποία σήκωσε τα χέρια ψηλά υποστηρίζοντας ότι δεν διαθέτει τους απαιτούμενους δημογραφικούς δείκτες για να εξαγάγει τον πολυπόθητο αλγόριθμο. Ο μαθηματικός τύπος θα προβλέπει ποσοστό αναπλήρωσης 15,5%-16%. Επιπλέον, οι επικουρικές για τους νέους συνταξιούχους θα είναι χαμηλότερες και μεταβαλλόμενες ανάλογα με τον δείκτη θνησιμότητας: αν οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, το ποσό θα είναι μικρότερο.
Το ξεμπλοκάρισμα της έκδοσης των επικουρικών με τη μείωση προβλέπεται στον πρόσφατο νόμο του υπουργείου Εργασίας, αλλά, όπως εκτιμούν τα στελέχη της ασφάλισης, θα απαιτηθεί ένας μήνας επιπλέον μέχρι να εκδοθούν οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις ή εγκύκλιοι, να προσαρμοστεί το λογισμικό και να εκπαιδευτούν οι υπάλληλοι στον νέο τρόπο υπολογισμού. Για την εκκαθάριση των 127.000 εκκρεμών αιτήσεων για τις επικουρικές από τον Οκτώβριο του 2017 έως τον Δεκέμβριο του 2019 θα χρειαστούν συνολικά 400 εκατ. ευρώ, τα οποία θα προέλθουν αποκλειστικά από τους πόρους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), δηλαδή από τις ασφαλιστικές εισφορές τις οποίες καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες. Σύμφωνα με το σχέδιο που έχει καταρτίσει το ΕΤΕΑΕΠ, έως το τέλος του 2018 θα ικανοποιηθούν έως 75.000 αιτήσεις για επικουρικές συντάξεις, ενώ οι υπόλοιπες θα ικανοποιηθούν σταδιακά έως το τέλος του 2019.
Με βάση το ενιαίο δίκτυο συνταξιούχων, οι επικουρικές ήδη μειώθηκαν μέχρι και 80%, φτάνοντας πλέον στα 160 ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ μελέτη του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη προβλέπει ότι η μέση επικουρική σύνταξη το 2021 θα ανέρχεται σε 144 ευρώ μεικτά.
Περικοπές θα υποστούν και πάλι το 2019 οι σημερινοί συνταξιούχοι. Μειώσεις έως 18% θα γίνουν σε πάνω από 100.000 επικουρικές συντάξεις που εμφανίζουν προσωπική διαφορά και είχαν γλιτώσει από τη σφαγή του φθινοπώρου του 2016 λόγω του πλαφόν των 1.300 ευρώ (άθροισμα κύριας και επικουρικής). Οι περικοπές ανέρχονται συνολικά σε 232 εκατ. ευρώ το 2019, 225 εκατ. το 2020 και 218 εκατ. το 2021. Ο χορός των περικοπών στις επικουρικές ξεκίνησε την περίοδο 2011-2014 και συνεχίστηκε τον Ιούλιο του 2015, οπότε επεβλήθη εισφορά υπέρ της υγειονομικής περίθαλψης 6% σε όλες. Ακολούθησε η μεγάλη «σφαγή» το 2016, με μειώσεις που έφτασαν μέχρι και 50% για 250.000 επικουρικές συντάξεις.
Υπενθυμίζουμε ότι όσοι συνταξιοδοτούνται από 1/1/2015 και μετά θα παίρνουν ένα μέρος της σύνταξης για τα έτη ασφάλισης έως τις 31/12/2014, το οποίο θα υπολογίζεται με βάση το υφιστάμενο ποσοστό αναπλήρωσης (0,45%) για κάθε έτος ασφάλισης. Το δεύτερο μέρος από 1/1/2015 και μετά θα υπολογίζεται με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου Εργασίας, ο νέος τρόπος υπολογισμού θα οδηγήσει τις επικουρικές μετά το 2020 σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα στα οποία θα διαμορφώνονταν οι συντάξεις αν εφαρμοζόταν η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.
Ο δικηγόρος Γιώργος Κουτσούκος εφιστά την προσοχή καθώς οι νέες επικουρικές που αναμένεται να εκδοθούν αναδρομικά από 1/1/2015 θα υπολογιστούν βάσει των καταβληθεισών εισφορών που είναι περασμένες στη μερίδα του ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί, ωστόσο, κατά τον έλεγχο, η μη απόδοσή τους από τους εργοδότες/επιχειρήσεις, ανακύπτει το ζήτημα του αν θα μετακυλιστεί το βάρος της αναζήτησής τους στον ίδιο τον ασφαλισμένο ή θα πρέπει να επιφορτιστεί ο φορέας με την αρμοδιότητα διεκδίκησής τους. Δηλαδή αν δεν αναλάβει ο φορέας, τότε θα πρέπει ο ίδιος ο ασφαλισμένος να κυνηγήσει τον εργοδότη για να μη χάσει ασφαλιστικό χρόνο και αντίστοιχο ποσό στη σύνταξή του.