Για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για τους παράγοντες σύμφωνα με τους οποίους θα εξαρτηθεί το μέλλον της εγχώριας οικονομίας, αναλύει έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Παρακάτω αναλύονται οι τρεις αυτοί παράγοντες και ο λόγος για τον οποίο η ελληνική οικονομία εξακολουθεί
να εκπλήσσει θετικά.
Ειδικότερα οι παράγοντες είναι οι εξής:
1ος παράγοντας: Το μέγεθος της επιβράδυνσης στην Ευρώπη
Το ότι η επιβράδυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών θα επιδεινώσει και τις προοπτικές της δικής μας είναι δεδομένο. Η ζήτηση από το εξωτερικό θα μειωθεί και προφανώς αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές μας. Αλλά και οι επενδύσεις θα επιβραδυνθούν λόγω της αύξησης των επιτοκίων, αναφέρει η μελέτη και συνεχίζει: Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της ύφεσης στην Ευρώπη, τόσο ισχυρότερες θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία μας και τόσο πιθανότερη η ενδεχόμενη ύφεση και στην Ελλάδα το 2023. Βέβαια ο αντίλογος σε μια τέτοια εξέλιξη προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ.
Τα δύο αυτά σημαντικά εργαλεία, εφόσον αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, μπορούν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στην ενδεχόμενη μείωση της ζήτησης, άρα και στην αποτροπή της ύφεσης. Το Ταμείο Ανάκαμψης, για παράδειγμα,
μπορεί να προσθέσει περίπου 3 δισ. ευρώ σε πραγματικούς όρους στο επίπεδο του ΑΕΠ το επόμενο έτος,
περιορίζοντας έτσι τον αντίκτυπο της αναμενόμενης επιβράδυνσης.
2ος παράγοντας: Η συνέχιση του μετασχηματισμού της οικονομίας
Η παρατηρηθείσα αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας με έμφαση στις εξαγωγές, τις επενδύσεις
και την καινοτομία έγινε κάτω από επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές και σε μια εποχή που η Ευρώπη και οι διεθνείς οικονομίες χαρακτηρίζονταν από μεγέθυνση.
Το 2023 όμως, τέτοιες συνθήκες δεν θα υπάρχουν. Αντίθετα, η ενίσχυση της ύφεσης στην Ευρώπη και η ενίσχυση της αβεβαιότητας, λόγω αυξημένων επιτοκίων αλλά και λόγω των επερχόμενων (αλλεπάλληλων;) εκλογών στην Ελλάδα, διαμορφώνουν ένα αρνητικό κλίμα. Όμως, ακόμη και σε ένα τέτοιο κλίμα, ο μετασχηματισμός της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί. Διαφορετικά, η οικονομία θα εισέλθει εκ νέου σε έναν φαύλο κύκλο.
Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα πρέπει να δεσμευτούν ώστε να μην υπάρξει επιστροφή σε παλιές συνήθειες, όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η κατανάλωση, η εσωστρέφεια, ο δανεισμός, η κρατικοδίαιτη και αδιαφανής οικονομική δράση και οι ψηφοθηρικές συμπεριφορές.
3ος παράγοντας: Η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων
Συναφής με τα παραπάνω είναι και η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων. Παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος τα τελευταία, χρόνια, ιδίως στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στους τομείς των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και ειδικά σε αγορές δικτύων, του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών και επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), της εργασίας και παραγωγής (μείωση των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών) και της δικαιοσύνης.
Ειδικά, ο τομέας της Δικαιοσύνης υστερεί σημαντικά έναντι σχεδόν όλων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Στην Ελλάδα η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια (στοιχεία 2020).
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών, ο οποίος είναι υπερδιπλάσιος ακόμη και σε σύγκριση με την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, που έχουν εκσυγχρονίσει τα συστήματά τους. Οι δύο αυτές χώρες προσεγγίζουν, πλέον, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (455 ημέρες). Η μεγάλη αναμονή για εκδίκαση δυσχεραίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ακόμη στην «εποχή του χαρτιού» περιορίζει τη δυνατότητα διαχείρισης του απαραίτητου αριθμού υποθέσεων, με αποτέλεσμα ο ρυθμός επίλυσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων να διαμορφώνεται στην 24η θέση στην Ε.Ε. Οι καθυστερήσεις που δημιουργούνται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια μεταφράζονται σε τρεις εκκρεμείς υποθέσεις για κάθε 100 πολίτες στο τέλος κάθε χρονιάς (21η θέση της Ε.Ε.), δεδομένου ότι συχνά απαιτούνται 18 μήνες για μια αστική ή εμπορική υπόθεση.
Αυτό σημαίνει ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αποτελούν μονόδρομο για
την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, άρα, την ενίσχυση της
παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και τη μείωση των τιμών των
αγαθών.
Γιατί η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά;
Πλήθος στοιχείων και αναλύσεων επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά, σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΕ. Πιο συγκεκριμένα:
• Ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης
Διεθνείς και εγχώριοι φορείς αναθεώρησαν προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας
για το 2022. Ενδεικτικά, το ΔΝΤ και η EBRD εκτιμούν πλέον ρυθμό μεγέθυνσης 5,2%, η Ε.Ε 4,9%, η Oxford
Economics 6,11%, η S&P 5,6%, η Moody’s Analytics 5,7%, η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΙΟΒΕ 6% και η
Εθνική Τράπεζα 5,5-6%. Στο ΚΕΠΕ εκτιμούμε ρυθμό ανάπτυξης 5,5% έναντι 4,3% στην προηγούμενη εκτίμησή μας (βλ. ενότητα 1.3).
Συνεπώς, μέσα στην ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, σχεδόν διπλάσιους του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Συγκαταλέγεται, δε, στις πλέον ανθεκτικές οικονομίες του πλανήτη, αφού το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι περίπου το 1/3 της παγκόσμιας οικονομίας θα δει τουλάχιστον 2 διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης εφέτος και το επόμενο έτος.
• Ως προς την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου
Η ελληνική οικονομία δείχνει επίσης το τελευταίο διάστημα μια σταδιακή αύξηση της εξωστρέφειάς της, κάτι που τείνει να διορθώσει ένα από τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά της κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τον προσανατολισμό της παραγωγής στο εσωτερικό όπως και την εξάρτηση μεγάλης μερίδας των επιχειρήσεων από το κράτος και από περίπλοκους κανόνες. Ταυτόχρονα, υπάρχει αξιόλογη δραστηριότητα με χαρακτηριστικά καινοτομίας, σε επιχειρήσεις και κλάδους, εξέλιξη που επίσης τείνει να αμβλύνει ένα ιδιαίτερα προβληματικό χαρακτηριστικό της οικονομίας μας. Οι επενδύσεις και οι εξαγωγές ενισχύονται σημαντικά. Αναμένεται να ανέλθουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα το 2022.
Η Ελλάδα προσελκύει παγκόσμιους επενδυτικούς κολοσσούς (π.χ. Digital Realty, Google, Amazon Web Services,
Microsoft, Pfizer, Deloitte, Cisco κ.ά), επεκτείνεται σε νέες αγορές, γίνεται όλο και πιο εξωστρεφής. Ενδεικτικά, η χώρα εξάγει, ως ποσοστό του ΑΕΠ, περισσότερο από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία.
Οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών καταγράφουν συνεπή ανοδική πορεία, φτάνοντας, το β΄ τρίμηνο του έτους, σε ρεκόρ της περιόδου ιστορικών στοιχείων, υπερβαίνοντας κατά 75% τον μέσο όρο τριμηνιαίου όγκου όλης της προ πανδημίας περιόδου από το 1995. Η δε εξαγωγική βάση διαφοροποιείται σημαντικά, καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση στις εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας, οι οποίες προσεγγίζουν πλέον ποσοστά βιομηχανοποιημένων χωρών, όπως είναι η Γερμανία.
• Ως προς την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού
Τη διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος στον Κρατικό Προϋπολογισμό το 9μηνο αλλά και την άνοδο των
φορολογικών εσόδων κατά 13,7% καταγράφουν τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου–Σεπτεμβρίου 20222.
Συνολικά, τα στοιχεία δείχνουν πως παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του Κρατικού Προϋπολογισμού ύψους 4.236 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 10.081 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2022 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2022 και ελλείμματος 10.150 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 37 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 5.943 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 5.960 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2021. Το ύψος των καθαρών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού ανήλθε σε 44.008 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 5.203 εκατ. ευρώ ή 13,4% έναντι της εκτίμησης για το αντίστοιχο διάστημα που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2022, παρά τα μειωμένα έσοδα του ΠΔΕ.
• Ως προς την αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους
Σύμφωνα με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355.000 εκατ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353.389 εκατ. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 20213.
Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357.000 εκατ. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021. Ουσιαστικά πρόκειται για την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην ΕΕ και αυτό σε συνθήκες αναγκαστικής
δημοσιονομικής επέκτασης
• Ως προς τη μείωση της ανεργίας
Η ανεργία συρρικνώνεται. Έχει ήδη υποχωρήσει περισσότερο από 5 μονάδες σε σχέση με το 2019, προσεγγίζοντας πλέον, σε ετήσια βάση, το επίπεδο του 2010 (βλ. ενότητα 3.1). Αυτή η υποχώρηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στις γυναίκες και τους νέους ανθρώπους. Παράλληλα, ο αριθμός των εργαζομένων ξεπερνά τα 4,1 εκατ. πολίτες. Το β΄ τρίμηνο του 2022, η Ελλάδα κατέγραψε μεγαλύτερο αριθμό απασχολουμένων από το αντίστοιχο προ πανδημίας τρίμηνο για 7 από τους 10 κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, έναντι 6 κλάδων της Ευρωζώνης.
Όμως ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί παρά τις παραπάνω θετικές εκπλήξεις, υπάρχουν εύλογες ανησυχίες προερχόμενες αρχικά από τον πληθωρισμό, ο οποίος τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά «μονιμότητας» (βλ. ενότητα 1.2). Σε εθνικό επίπεδο, ο δομικός πληθωρισμός (δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς να υπολογίζονται τα καύσιμα και τα εποχικά φρούτα και λαχανικά) έφτασε τον Σεπτέμβριο στο 4,98%, δείχνοντας πλέον ότι η ακρίβεια έχει διαχυθεί σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του «καλαθιού» καταναλωτή. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αντίστοιχο δείκτη του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, χωρίς τα καύσιμα και τους φόρους, βρέθηκε τον Σεπτέμβριο για την Ελλάδα στο 5,2%, έναντι 4% για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Τα στοιχεία αυτά είναι ανησυχητικά τόσο για τις κοινωνικές τους επιπτώσεις όσο και για την επίδρασή τους στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια στις εξαγωγές Και τα επιτόκια φρενάρουν την ανάπτυξη.
Η άνοδος των επιτοκίων του ευρώ, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πορεία του πληθωρισμού, θα είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος το 2023 για το ενδεχόμενο ροκάνισμα της ανάπτυξης από το 2,1% που είναι η επίσημη πρόβλεψη του προσχεδίου του Προϋπολογισμού για το 2023. Η ανησυχία προκύπτει από το γεγονός ότι το περιθώριο για αύξηση των επιτοκίων είναι μεγάλο, καθώς ακόμα και μετά τις δύο αυξήσεις επιτοκίων (0,50% τον Ιούλιο και 0,75% τον Σεπτέμβριο) τα πραγματικά επιτόκια του ευρώ είναι αρνητικά, άρα η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ παραμένει επεκτατική.
Πιο συγκεκριμένα, η ονομαστική αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 1,25% αντιστοιχεί σε πραγματικά επιτόκια -8,75% αν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, που έφτασε το 10,1% τον Σεπτέμβριο στην Ευρωζώνη. Συναφώς, αναμένονται
σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα πλήξει πρωταρχικά χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, οι οποίες θα δουν τις οικονομίες τους να επιβραδύνουν τη μεγέθυνσή τους ή να περνούν σε ύφεση, καθώς λειτουργούσαν μέχρι τώρα με χαμηλά επιτόκια δανεισμού και οριακά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η επιβράδυνση της Ευρώπης δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την Ελλάδα, αφού η Ε.Ε είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της, απορροφώντας περίπου το 75% των συνολικών εξαγωγών. Στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού η επίδραση αποτυπώνεται με τη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών από το 9%, που αναμένεται φέτος, στο 1,8% το 2023. Είναι σαφές ότι η αύξηση bτου 1,8% μπορεί να γίνει μηδενική ή να μετατραπεί σε μείωση ανάλογα με την ύφεση στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία θα οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων.
Τέλος, αρνητική επίδραση από την ύφεση στην Ευρώπη θα έχει και ο τουρισμός, αφού μεγάλος αριθμός επισκεπτών προέρχεται από τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Διαβάστε ακόμη:
Citi: Γιατί τα μετρητά – ιδιαίτερα σε δολάριο – είναι ο βασιλιάς των επενδύσεων τώρα
Ελληνικό: Πρόσκληση σε εργολάβους για το εμπορικό κέντρο της Βουλιαγμένης, ύψους 350 εκατ.
TUI: Ελλάδα και Μαγιόρκα «πρωταθλήτριες» το φετινό φθινόπωρο