Στο απόγειό της έχει φτάσει φέτος η εξέλιξη του δημόσιου χρέους, όπως αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στη τετραμηνιαία περιοδική έκδοση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με τίτλο “Οικονομικές εξελίξεις”.
Σε άλλα σημεία της έκθεσης διαπιστώνεται η τροχιά ανάπτυξης στην οποία έχει εισέλθει το ελληνικό ΑΕΠ, η μικτή εικόνα στον τομέα των επενδύσεων και η ελαφρά ανάκαμψη στον τομέα της απασχόλησης, αν και οι απασχολούμενοι διαφοροποιούνται ως προς τις πληθυσμιακές ομάδες, το φύλο, την εκπαίδευση και την εθνική καταγωγή.
Στα ύψη το δημόσιο χρέος
Όπως σημειώνει στην έκδοσή του το ΚΕΠΕ, «…σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα (Ιούλιος 2018), το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το 2018 στο 188,6% του ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2019 θα φτάσει στο 183,0% του ΑΕΠ (ή 335 δισ. ευρώ), έναντι εκτίμησης του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2018 για 179,8% του ΑΕΠ (ή 332 δισ. ευρώ).
Πρόκειται, ουσιαστικά, για εκτιμήσεις που συνιστούν τα πιο υψηλά ιστορικά επίπεδα δημοσίου χρέους της χώρας σε σχέση με το προϊόν της οικονομίας, αφού και το 2017 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε στα 178,6% του ΑΕΠ (317,4 δισ. ευρώ) από 180,8% του ΑΕΠ (315 δισ. ευρώ) το 2016. Το επίπεδο του δημοσίου χρέους της χώρας του 2018, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα ακολουθήσει –σύμφωνα με το (αισιόδοξο) σενάριο βάσης– μία πορεία αποκλιμάκωσης το 2019 και το 2020, φτάνοντας το 178,3% του ΑΕΠ και το 169,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα (Γράφημα 2.2.1). Πρόκειται, ωστόσο, για προβλέψεις που μπορεί να αναθεωρηθούν προς τα κάτω μετά τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2019.
Αυξήθηκε ο δανεισμός σε repos
Σε αντίθεση με ό,τι προέβλεπε ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2018 όσον αφορά την αντικατάσταση –και κατ’ επέκταση μείωση– του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, κατά το 2018 ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός μέσω της αξιοποίησης της πώλησης τίτλων με τη μέθοδο της επαναγοράς (repos) σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία για τον Ιούλιο του 2018, ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός μέσω των repos αυξήθηκε στα 23,5 δισ. ευρώ έναντι 14,9 δισ. ευρώ στα τέλη του 2017, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη πηγή χρηματοδότησης να συνιστά το 6,8% του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, το οποίο απέχει σημαντικά από την εκτίμηση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2018 που προβλέπει να κλείσει το έτος με μία χρηματοδότηση από repos που να μην ξεπερνά τα 9 δισ. ευρώ
Αυξάνεται το ΑΕΠ
… Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το σύνολο του 2018 προβλέπεται στο 2,2% και ο μέσος ρυθμός μεταβολής για το δεύτερο εξάμηνο του 2018 εκτιμάται στο 2,3%. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη αντανακλά μια βελτίωση των οικονομικών συνθηκών σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά το οποίο ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ήταν της τάξεως του 1,3%. Παράλληλα, ενσωματώνει και στις δύο περιπτώσεις (έτος και εξάμηνο) μια οριακή αναθεώρηση προς τα επάνω της αμέσως προηγούμενης πρόβλεψης του υποδείγματος παραγόντων (2,1% και 2,2%, αντίστοιχα). Επιπροσθέτως, η παρούσα πρόβλεψη εξακολουθεί να σηματοδοτεί μια τάση ενίσχυσης του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προς το τέλος του έτους, με τους αντίστοιχους εκτιμώμενους ρυθμούς μεταβολής για το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2018 να κυμαίνονται στο 2,1% και 2,4%, αντίστοιχα.
Μικτή εικόνα στις επενδύσεις
Ξεχωρίζει η πτώση της καίριας μακροοικονομικής συνιστώσας των επενδύσεων, την εξέλιξη της οποίας οδηγεί ο σημαντικός διψήφιος αρνητικός ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό, με όλες τις λοιπές επιμέρους κατηγορίες να κινούνται θετικά. Πτώση καταγράφει για ακόμα μια φορά ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές, όπου, ενώ οι εξελίξεις είναι θετικές αναφορικά με τον υποδείκτη παραγωγής οικοδομικών έργων (κτιρίων), δυσμενής υπήρξε η πορεία του υποδείκτη παραγωγής έργων πολιτικού μηχανικού. Τέλος, δεν παρατηρείται κάποια αξιοσημείωτη βελτίωση αναφορικά με τους περισσότερους δείκτες ανταγωνιστικότητας και δεν διαπιστώνεται κάποια ανάκαμψη αναφορικά με τις προσδοκίες για τις εξαγωγές.
«Ναι μεν, αλλά» στην απασχόληση
Όπως σημειώνει η έκδοση, «…το τρέχον έτος σε συνάρτηση με την τελευταία τετραετία κατά την οποία καταγράφεται μία αδύναμη ανάκαμψη της απασχόλησης. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων συνεχίζεται και το δεύτερο τρίμηνο του 2018, όμως φαίνεται να διαφοροποιείται μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων, όπως ορίζονται με βάση το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση και την εθνική προέλευση. Επίσης, συγκεκριμένοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας εμφανίζονται περισσότερο αποτελεσματικοί στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, ενώ και η γεωγραφική κατανομή των νέων θέσεων δεν είναι ομοιόμορφη. Τα χαρακτηριστικά των νέων θέσεων συνεχίζουν να απέχουν από το πρότυπο της πλήρους απασχόλησης με σύμβαση αορίστου χρόνου δημιουργώντας προβληματισμό. Η ανεργία, από την άλλη πλευρά, συνεχίζει την καθοδική της πορεία, η οποία διαφέρει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ατόμου.