Η αύξηση του κόστους στέγασης, δεν αφορούν αποκλειστικά τη χώρα μας, αλλά σχεδόν το σύνολο των χωρών της Ευρώπης. Δεν είναι λίγες οι χώρες της Ευρώπης που από το 2018-2019, υιοθέτησαν νέα μέτρα και πολιτικές με στόχο την αναχαίτηση του κόστους στέγασης. Πολλές εκ των οποίων, διατηρούσαν ήδη ενεργά προγράμματα και δομές με στόχο τη στέγαση σε προσιτές τιμές.
Η Ελλάδα από τις 21 χώρες της Ευρώπης, αποτελεί τη μόνη χώρα που σύμφωνα με έρευνα για το έτος 2021 της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημόσιας – Συνεταιριστικής και Κοινωνικής Στέγασης, δεν διαθέτει υποδομές προσιτού κόστους στέγασης.
Λογικό, διότι η χώρα μας θα αρχίσει να εφαρμόζει πολιτικές αναχαίτησης του κόστους στέγασης εντός του 1ου τριμήνου του 2023, μέτρα που σε μεγάλο ποσοστό, απαιτούν χρόνο υλοποίησης (2-3 ετών) και δεν στοχεύουν στην άμεση αναχαίτηση του κόστους στέγασης ή/και ελάφρυνσης του οικογενειακού προϋπολογισμού. Παράλληλα, ακόμη και αν εφαρμοστούν στο σύνολό τους, στοχεύουν σε περιορισμένο αριθμό δικαιούχων σε σχέση με τη πραγματική ανάγκη του σήμερα, αλλά και των αναγκών που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια.
Η αύξηση των ενοικίων συσωρευτικά από το 2018 έως και σήμερα κυμαίνεται από 37,2% έως και 42,1% αν πρόκειται για κατοικίες κατάλληλες για οικογένεια. Υψηλότερες αυξήσεις των ζητούμενων μισθωμάτων καταγράφονται κυρίως σε ακίνητα μικρότερης επιφάνεια. Πρόσφατη έρευνα ανάφερε ότι το ζητούμενο μίσθωμα φοιτητικής κατοικίας αυξήθηκε κατά 53% στην Αθήνα κατά το διάστημα 2017-2022, ενώ στη Πάτρα που κατατάσσεται δεύτερη στη λίστα αυξήθηκαν κατά 47%-49%.
Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού και αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία το σύνολο ενός καλού μισθού. Μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας αναγκάζεται να κάνει περικοπές ακόμη και σε βασικές ανάγκες του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν υιοθετήσει έναν εθνικό ορισμό της κοινωνικής κατοικίας. Μάλιστα, στις ονομασίες των μοντέλων που έχουν επιλεγεί, πολύ σπάνια, συναντάμε τον όρο «κοινωνική κατοικία», ενώ βρίσκουμε πιο περιγραφικές έννοιες όπως «Κατοικία με ενοίκιο μέτριου ύψους» (HLM) στη Γαλλία και «Κατοικία Περιορισμένου Κέρδους» στην Αυστρία. Η κοινωνική κατοικία αντιπροσωπεύει μορφές παρεμβάσεων- κατασκευή, ρυθμιστικά μέτρα κλπ. , της εθνικής κυβέρνησης ή/και των τοπικών αρχών στην αγορά κατοικίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση όλων.
Η Ολλανδία είναι ταυτισμένη με την κοινωνική κατοικία, σχεδόν μία στις τρεις κατοικίες είναι κοινωνική (29,1% του συνολικού οικιστικού αποθέματος σύμφωνα με στοιχεία της Housing Europe 2021).
Στην Αυστρία συνυπάρχουν διάφορες μορφές στέγασης πέραν της ελεύθερης αγοράς όπως η δημοτική κατοικία, η κατοικία περιορισμένου κέρδους προς ενοικίαση, καθώς και επιδοτούμενες κατοικίες προς αγορά. Η Βιέννη αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, σήμερα 62% των κατοίκων της Αυστριακής πρωτεύουσας διαμένουν σε κάποια επιδοτούμενη κατοικία- δημοτική ή ιδιωτική που ο ιδιοκτήτης της λαμβάνει επιδότηση από την πόλη ώστε να διατηρεί ενοίκιο χαμηλότερο της αγοράς.
Στη Δανία, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί κατοικίας παρέχουν στέγη με ενοίκιο χαμηλότερο από το μέσο της ελεύθερης αγοράς. Πρόκειται για περίπου 700 οργανισμούς που έχουν στην κατοχή τους περισσότερα από 8.000 κτίρια πάντα υπό τον έλεγχο και την αυστηρή νομική ρύθμιση του κράτους που έχει αφαιρέσει κάθε πιθανότητα κερδοσκοπίας.
Στο Λουξεμβούργο, οι δημόσιοι οργανισμοί όπως το Ταμείο Κατοικίας, η Εθνική Εταιρία Προσιτής Κατοικίας και η ένωση δήμων που παρέχουν κατοικίες με κόστος χαμηλότερο από αυτό της ελεύθερης αγοράς. Το κράτος επιδοτεί την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών ως και 70%, ενώ με στόχο την προστασία του κοινωνικού μείγματος εφαρμόζει ποσόστωση 10% σε κάθε καινούρια κατασκευή . Έτσι, κάθε νέο συγκρότημα κατοικιών, προκειμένου να αδειοδοτηθεί, θα πρέπει να περιλαμβάνει και 10% κοινωνικών κατοικιών.
Στη χώρα μας, ο πληθωρισμός, η αύξηση του κόστους κατασκευής που πιέζει αυξητικά τις τιμές πώλησης, η αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, το κόστος ενέργειας και γενικότερα η αύξηση του κόστους διαβίωσης, συρρικνώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα.
Οι οικονομικές προκλήσεις στη παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη ημέρα και τη προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Η παροχή της στέγης αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και υπάγεται στον τομέα της κρατικής κοινωνικής πολιτικής.
*O Θεμιστοκλής Μπάκας είναι ο Πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates
Διαβάστε επίσης
Πώς η Ελλάδα μετατρέπεται σε εξαγωγέα πράσινης ενέργειας στην Ευρώπη (χάρτης)
Accor: Η Αθήνα επιστρέφει δυναμικά – Η πρόβλεψη του ξενοδοχειακού κολοσσού