search icon

Οικονομία

Καραμούζης (Grant Thornton): Πανδημία & Οικονομική Ανάκαμψη – Οι προκλήσεις μπροστά μας

Οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένες και οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες, διότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ως προς το χρονοδιάγραμμα εύρεσης και μαζικής διάθεσης στο κοινό αξιόπιστων φαρμάκων και εμβολίων

Εξαιρετικά δύσκολες και αβέβαιες συνθήκες διαμορφώνονται στην Ελλάδα και διεθνώς, κυρίως, λόγω των δυσμενών επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19.

Χρειάστηκε μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική και νομισματική παρέμβαση παγκοσμίως, για να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία, καθώς αποδείχτηκε στην πράξη, άλλη μια φορά, ότι οι οικονομίες δεν αυτοδιορθώνονται και δεν αυτορυθμίζονται με την αναγκαία ταχύτητα όταν αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό εξωτερικό σοκ.

Οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένες και οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες, διότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ως προς το χρονοδιάγραμμα εύρεσης και μαζικής διάθεσης στο κοινό αξιόπιστων φαρμάκων και εμβολίων.

Εκτιμώ ότι, ο ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ της χώρας θα είναι γύρω στο -8% το 2020 και δεν βλέπω V τύπου οικονομική ανάκαμψη το 2021.

Η μεταβολή του ΑΕΠ θα είναι μεν θετική το 2021, αλλά οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας θα επεκταθούν και στο α΄εξάμηνο του επόμενου έτους.

Η πανδημία σταδιακά, μετασχηματίζει τα οικονομικά και παραγωγικά δεδομένα της χώρας, με θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες. Επιταχύνει τις εξελίξεις όσον αφορά της διάδοση νέων τεχνολογιών, ωθεί τις επενδύσεις στην πράσινη οικονομία, διευρύνει ταχύτατα τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και αγορές και την εξ’ αποστάσεως εργασία.

Ταυτόχρονα, οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες (τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν αύξηση του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών μεταξύ 240-490 εκατ.) και τα προβλήματα απασχόλησης και ανεργίας, πολλαπλασιάζει την υπερχρέωση των επιχειρήσεων, αυξάνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα, διευρύνει τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το Δημόσιο χρέος, «τιμωρεί» μια σειρά από κλάδους.

Η χώρα εξερχόμενη της πανδημίας, πιθανότατα το β ΄εξάμηνο του 2021, θα αντιμετωπίσει 5 κρίσιμες μεσοπρόθεσμες προκλήσεις, που θα επηρεάσουν καθοριστικά την πορεία ανάταξης της ελληνικής οικονομίας και τις δυνατότητες άσκησης αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής.

1. Οι δημοσιονομικές συνθήκες στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως χειροτερεύουν ραγδαία το 2020 (εκτιμώμενο πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα άνω του -7% του ΑΕΠ, έναντι πλεονάσματος +3,5% το 2019) και η δημοσιονομική κατάσταση θα παραμείνει δύσκολη και το 2021.

Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό δημόσιο χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ θα προσεγγίσει το 200%, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μια μεσοπρόθεσμη απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Θα ήταν τραγικό λάθος κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, το επερχόμενο δημοσιονομικό «σφίξιμο», να το πληρώσουν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα και οι χαμηλοσυνταξιούχοι.

Στο νέο δημοσιονομικό μείγμα, χρειαζόμαστε ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και συν-επενδύσεων με τον ιδιωτικό τομέα στις κοινωνικές, οικονομικές και ψηφιακές υποδομές, καθώς και αποκλιμάκωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών. Και οι δύο πρωτοβουλίες έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή εισοδήματος και είναι κρίσιμες πρωτοβουλίες για την έξοδο από την κρίση.

2. Τα τρέχοντα χαμηλά επιτόκια και πριμ κινδύνου δανεισμού, του Δημοσίου από τις αγορές (δεκαετές ομόλογο λίγο χαμηλότερο από το 1%) και των τραπεζών από την ΕΚΤ (αρκετές φορές με αρνητικό επιτόκιο), δεν είναι διατηρήσιμα μεσοπρόθεσμα. Με την ομαλοποίηση των συνθηκών, η ΕΚΤ θα αποσύρει σταδιακά τα μέτρα στήριξης της ρευστότητας Δημοσίου (αγορές ομολόγων δημοσίου € +10 δις) και τραπεζών (υπόλοιπα δανεισμού τραπεζικού συστήματος €+ 37δις). Αυτό εμμέσως θα επηρεάσει τη ρευστότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα, θα είναι η άνοδος επιτοκίων και των πριμ κινδύνου, εκτός αν αποκαταστήσουμε πειστικά τη δημοσιονομική σταθερότητα, την ισχυρή αναπτυξιακή ανάκαμψη και την αξιοπιστία και δέσμευση στην υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

3. Σημειώνεται σταδιακά στην Ελλάδα μια αυξανόμενη χρηματοοικονομική επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων. Η δραματική μείωση της ζήτησης, τις οδήγησε σε αύξηση του δανεισμού (εκτιμώ €+10δις μέχρι το τέλος 2020), σε μετάθεση δανειακών υποχρεώσεων και αναστολή δανειακών πληρωμών (€ 20δις περίπου) και σε αναβολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ενώ τα δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης της εργασίας καλύπτουν εν μέρει σήμερα το κόστος εργασίας. Αυτή η διευρυνόμενη υπερχρέωση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα αν η οικονομική στασιμότητα παραταθεί, θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας νέας γενιάς προβληματικών δανείων και επιχειρήσεων, σε στενότητα ρευστότητας και δανεισμού για αριθμό εταιρειών και σε αδυναμία υλοποίησης των επενδυτικών τους σχεδίων. Στο πλαίσιο αυτό βεβαίως οι επιχειρήσεις χρειάζονται χρόνο προσαρμογής, αλλά η επιστροφή στην ομαλότητα, θα απαιτήσει και πρωτοβουλίες κεφαλαιακής ενίσχυσης των εταιρειών από τους μετόχους τους, σε συνδυασμό με ένα επενδυτικό πρόγραμμα προσαρμογής στα νέα δεδομένα ανταγωνισμού που διαμορφώνει η 4η βιομηχανική επανάσταση.

4. Υπό την πίεση της πανδημίας και της επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια μεταρρυθμιστικής κόπωσης στην κυβέρνηση και συνεπώς καθυστέρηση στην υλοποίηση ρηξικέλευθων παρεμβάσεων στην οικονομία και τη δημόσια διοίκηση.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών, συμφωνεί ότι η χώρα χρειάζεται να υιοθετήσει ένα νέο παραγωγικό πρότυπο ανάπτυξης, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, της απασχόλησης και της ευημερίας των πολιτών. Προς αυτή την κατεύθυνση καταλήγουν και τα πορίσματα της επιτροπής Πισσαρίδη.

Οι συνθήκες για την επίτευξη ισχυρής διατηρήσιμης ανάκαμψης απαιτούν δραματική άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων, σημαντικού ύψους ξένες και δημόσιες επενδύσεις, μεγαλύτερη οικονομική εξωστρέφεια, μεγάλες επενδύσεις στις υποδομές, στροφή στην ψηφιοποίηση της οικονομίας και την πράσινη ανάπτυξη, αναβάθμιση της μεταποίησης και του αγροτικού τομέα, βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, καλύτερες συνθήκες κοινωνικής προστασίας, ευκαιριών απασχόλησης και ανέλιξης των εργαζομένων. Ανάπτυξη προς όφελος των πολλών πρέπει να είναι η βάση της επιδιωκόμενης αναπτυξιακής στρατηγικής.

Πρωτίστως, χρειαζόμαστε επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που καθυστερούν, ιδιαίτερα στους τομείς της δικαιοσύνης, των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, του τραπεζικού τομέα, της δημόσιας διοίκησης, της παιδείας, της υγείας, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, του περιορισμού της γραφειοκρατίας και της φοροδιαφυγής.

5. Δεν πρέπει να θεοποιήσουμε ή να θεωρούμε πανάκεια, τους πόρους του νέου Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2 συνολικού ύψους € 70δις, διαθέσιμα τα επόμενα 7 χρόνια. Τα ποσά προς διεκδίκηση (θα πρέπει να εντοπίσουμε σύντομα έργα που μπορούν να εγκριθούν) είναι όντως σημαντικά, η ευκαιρία μοναδική και μπορούν, αν αξιοποιηθούν κατάλληλα, να οδηγήσουν στον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα διαθέσει στην Ελλάδα γύρω στα 30 δισ. ευρώ σε μεταβιβάσεις και δάνεια, τα οποία όμως δεν θα δοθούν αυτόματα, αλλά αφού σοβαρές επενδυτικές προτάσεις εγκριθούν από τα ευρωπαϊκά όργανα τα επόμενα 3 χρόνια. Ας θυμηθούμε ότι και πριν την ελληνική κρίση, οι ετήσιες επενδύσεις της χώρας ήταν γύρω στα  60 δισ. ευρώ. Το κρίσιμο στοιχείο σε κάθε περίπτωση είναι να μοχλεύσουμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2 με παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις, σε έργα ουσίας και να κινητοποιήσουμε με βάση αυτούς τους πόρους, ιδιωτικά και ξένα επενδυτικά κεφάλαια μεγάλου ύψους, μη διστάζοντας να επενδύσουμε στην καινοτομία, τις εξαγωγές, τη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή, τις δεξιότητες των εργαζομένων, το περιβάλλον, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την ψηφιακή αναβάθμιση και την κοινωνική συνοχή.

* Νίκος Καραμούζης
Πρόεδρος Grant Thornton, Executive Chairman SMERemediumCap

Exit mobile version