Και νέα περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων -τουλάχιστον 0,30%, αν όχι ίδια με αυτή που ανακοίνωσε προχθές η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα– αναμένουν μέσα στις επόμενες 100 τελευταίες ημέρες της χρονιάς οι αγορές, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το αυξημένο κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών και λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Ενδεικτικό των αυξητικών προσδοκιών είναι το γεγονός ότι το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 12 μηνών, με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες μεταξύ τους, έφτανε την περασμένη εβδομάδα στο 1,92%, όταν ακριβώς δύο μήνες νωρίτερα ήταν μόλις 0,92%!
Πολιτικές επιθετικών αυξήσεων στα επιτόκια εφαρμόζουν πλέον τώρα όλες οι κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων δεκαετιών.
Και ενώ η στρατηγική της αύξησης επιτοκίων φρενάρει τη ζήτηση -άρα και τον πληθωρισμό-, μια λανθασμένη «δοσολογία» θα μπορούσε να προκαλέσει ασφυξία στις οικονομίες και να επιφέρει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Πράγματι, αν και διστακτικά στην αρχή, η ΕΚΤ προχώρησε και στη δεύτερη αύξηση επιτοκίων μετά από εκείνη του Ιουλίου, κατά 0,75% αυτή τη φορά. Πρακτικά η εξέλιξη αυτή:
- Αύξησε ήδη το κόστος για πολλές χιλιάδες υφιστάμενους δανειολήπτες κατά μία επιπλέον δόση ετησίως, αφαιρώντας τους πόρους σε εποχή μεγάλης ακρίβειας.
- Οδήγησε από τον Ιούλιο ήδη σε αυξήσεις επιτοκίων για νέες χορηγήσεις. Επιβάρυνε ή αποθάρρυνε νέους ή εν δυνάμει δανειολήπτες που θα ήθελαν να λάβουν δάνειο για να προβούν σε αγορές ή άλλες κινήσεις, στερώντας συναλλαγές και κεφάλαια από την αγορά που χειμάζεται από την ενεργειακή κρίση. Γιατί ο κανόνας, όπως λένε πολύπειρα τραπεζικά στελέχη, είναι ότι «τα επιτόκια μπορεί να αυξάνονται εύκολα και απότομα, αλλά ύστερα πέφτουν αργά και δύσκολα».
Η αύξηση των επιτοκίων δεν ευνοεί ούτε τις τράπεζες, γιατί αποτελεί καθαρό κόστος. Σε κάθε περίπτωση, αν και ενοχλεί, μια πρώτη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, μετά από 11 χρόνια και το τέλος των αρνητικών επιτοκίων, δεν μπορεί να θεωρηθεί απαγορευτική, αφού το κόστος χρήματος θεωρείται φθηνό, ακόμα κι αν η άνοδος αγγίξει τη 1,5 μονάδα.
Το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στον υψηλό πληθωρισμό (της τάξεως του 9% σε Ευρώπη και Αμερική) που μειώνει την αγοραστική δύναμη καταναλωτών και επενδυτών.
Ανησυχητικό επίσης είναι και ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων δεν ευνόησε -μέχρι τώρα τουλάχιστον- τους αποταμιευτές που συγκυριακά χάνουν από τον πολύ υψηλό πληθωρισμό, αλλά και διαχρονικά χάνουν πολλά από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια με τα οποία επιβραβεύονται οι καταθέσεις τους.
Τριπλή ασφυξία
Από τα μέσα Ιουλίου ήδη ξεκίνησε η ανοδική κίνηση στα επιτόκια των δανείων στεγαστικών, καταναλωτικών αλλά και επιχειρηματικών, μετά την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,25 μονάδες.
Οι πρώτες επιβαρύνσεις είναι ορατές στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, καθώς βασίζονται στο επιτόκιο Εuribor τριμήνου, το οποίο, κινούμενο ανοδικά, προεξοφλεί τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ έχοντας ήδη φτάσει στο 0,82%. Μέσα στο δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου στα στεγαστικά δάνεια και για μέσο δάνειο ποσού 100.000 ευρώ οι επιβαρύνσεις ξεκινούν από περίπου 20-30 ευρώ τον μήνα. Και μετά τη δεύτερη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται τις ερχόμενες ημέρες η επιβάρυνση αυτή σταδιακά να διπλασιαστεί μέχρι και την επόμενη -τρίτη στη σειρά- αύξηση επιτοκίων, πριν από τα τέλη του έτους.
Πρακτικά οι δανειολήπτες θα επιβαρύνονται στο εξής και με το ποσό μιας… 13ης δόσης μέσα στον χρόνο.
Για παράδειγμα:
Για στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ 20ετίας, με κυμαινόμενο επιτόκιο που ήταν στο 3% μέχρι τον Ιούνιο και πλήρωνε μηνιαία δόση 561 ευρώ, η δόση του δανειολήπτη αυξήθηκε από τον προηγούμενο μήνα ήδη σε 586 ευρώ, με επιβάρυνση 25 ευρώ τον μήνα ή 300 ευρώ ετησίως.
Μετά και τη νέα αύξηση όμως κατά 0,75% η νέα δόση ανέρχεται πλέον σε 623 ευρώ (+37 ευρώ τον μήνα), δηλαδή 444 ευρώ ετησίως επιπλέον. Και τελικό κόστος 744 ευρώ τον χρόνο ή 132% μιας τακτικής μηναίας δόσης.
Φυσικά οι επιβαρύνσεις στις δόσεις μπορεί να είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες, ανάλογα με το ποσό ή τη διάρκεια του δανείου, κυρίως όμως με βάση τη διάρκεια που απομένει για να λήξει.
Καθώς οι τόκοι εξοφλούνται εμπροσθοβαρώς, αν το δάνειο βρίσκεται στην πρώτη 3ετία ή 5ετία πληρωμών, μπορεί να δει επιβάρυνση μεγαλύτερη και από 30 ευρώ τον μήνα.
Και οι επιβαρύνσεις αυξάνονται όσο θα αυξάνονται τα τραπεζικά επιτόκια κάθε 2 ή 3 μήνες, μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος για αναχαίτιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Αντιθέτως, αν έχει περάσει το μέσον της διάρκειας του δανείου και πλησιάζει προς τη λήξη του, ο δανειολήπτης αποπληρώνει κυρίως κεφάλαιο και πολύ λιγότερους τόκους. Αρα, αν ο δανειολήπτης ενός δανείου 20ετίας έχει μπει πλέον, π.χ., στον 15ο χρόνο, δεν χρειάζεται να ανησυχεί πόσο θα επιβαρυνθεί.
Ο μόνος… κερδισμένος
Αυξήσεις επιτοκίων σημαίνει αύξηση του κόστους του χρήματος και για τα κράτη. Ειδικά υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα επιβαρύνονται υπέρμετρα τόσο για τόκους υφιστάμενων δανείων όσο και για να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους με νέα δάνεια από τις αγορές ομολόγων.
Η περίπτωση της χώρας μας είναι όμως διαφορετική. Το υπουργείο Οικονομικών και ο ΟΔΔΗΧ έσπευσαν ήδη να αντλήσουν το 70% των δανειακών αναγκών της χρονιάς πριν από το β’ εξάμηνο. Και επιπλέον διαθέτει αυτή τη στιγμή και ένα τεράστιο ταμειακό απόθεμα ύψους 39 δισ. ευρώ, το οποίο διατηρείται σε αυτά τα επίπεδα παρά τα μέτρα στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, λόγω της ορθολογικής δημοσιονομικής διαχείρισης αλλά και των επιδόσεων της οικονομίας, που ανατροφοδοτούν τα κρατικά ταμεία.
Αντιθέτως η Ιταλία, που έχει μπει σε νέα φάση πολιτικής αναταραχής, πρέπει να προσελκύσει περί τα 200 δισ. ευρώ μέσα στο τελευταίο τρίμηνο.
Η Ελλάδα είναι επίσης σπάνια περίπτωση χώρας που, λόγω των μνημονίων, έχει κλειδώσει το 99% του δημοσίου χρέους των 394 δισ. ευρώ σε σταθερό επιτόκιο.
Και συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, δεν καίγεται να δανειστεί ακριβό χρήμα, ούτε επιβαρύνεται με αυξημένους τόκους σε κάθε μεταβολή λόγω ΕΚΤ ή αγορών.
Διαβάστε ακόμη
Ποιος τροφοδοτεί κρυφά την Τουρκία με δισεκατομμύρια δολάρια; (pics)
Η χαρτογράφηση των διαθέσιμων ακινήτων έως 150.000€ που είναι κατάλληλα για νέα ζευγάρια (πίνακες)
Έλενα Μαυρογονάτου: Η Ελληνίδα banker του Μπάκιγχαμ (pics + vid)