Της Μαριάννας Τζάννε
Βαρύτατα πρόστιμα σε όσες εταιρείες ψηφιακών εφαρμογών συλλαμβάνονται να εκτελούν μεταφορικό έργο χωρίς να έχουν αδειοδοτημένες δραστηριότητες και με την υποχρέωση σύναψης τριετούς σύμβασης με τους οδηγούς, προβλέπει σχέδιο νόμου που ετοιμάζεται να θεσμοθετήσει από το Σεπτέμβριο το υπουργείο Υποδομών.
Παρά τις πιέσεις της τρόικας να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τις εφαρμογές που υποστηρίζουν την μεταφορά επιβατών με πλατφόρμες όπως η Uber, η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα αυστηρό νόμο λειτουργίας που επιχειρεί να βάλει νέους κανόνες στην αγορά.
Πτυχές του νέου θεσμικού πλαισίου παρουσίασε χθες ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ταξί Θύμιος Λυμπερόπουλος, υποστηρίζοντας ότι οι επικείμενες αλλαγές εγκρίθηκαν πρόσφατα από το υπουργικό συμβούλιο. Όπως ανέφερε, με την ψήφιση του νόμου δεν θα υπάρχει ΙΧ, που να εκτελεί μεταφορικό έργο χωρίς να είναι ταξί και οδηγός χωρίς άδεια εξάσκησης επαγγέλματος.
Σήμερα, η Uber συνεργάζεται εκτός από ταξί, με τουριστικά γραφεία και εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται μια παγκόσμια συζήτηση για την αξιοπιστία και τις πιστοποιήσεις των οδηγών της.
Οι προτεινόμενες διατάξεις του νόμου θα είναι άκρως αποτρεπτικές για τους παραβάτες καθώς τόσο για τις εταιρείες, τους οδηγούς Ι.Χ αλλά και τους πελάτες που χρησιμοποιούν μη αδειοδοτημένες επιχειρήσεις, προβλέπονται μεγάλες καμπάνες. Ειδικότερα, το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι την πρώτη φορά που θα εντοπιστεί μια εταιρεία να παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς με Ι.Χ. θα πληρώνει πρόστιμο 50.000 ευρώ και ο πελάτης 5.000 ευρώ (!). Την δεύτερη φορά θα διπλασιάζεται (100.000 ευρώ) και την τρίτη φορά, υπάρχουν προβλέψεις για φραγή διαδικτυακής πρόσβασης.
Ο κ. Λυμπερόπουλος επανέλαβε χθες τις αθέμιτες πρακτικές της Uber, μίλησε για εκτεταμένη φοροδιαφυγή ενώ απαρρίθμισε και μία σειρά από περιπτώσεις που η εφαρμογή έχει απαγορευτεί (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία κ.α) καθώς και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που η ψηφιακή πλατφόρμα συναντά δυσκολίες (Φιλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία κ.α).
Η Uber έχει να αντιμετωπίσει μία σειρά από προσφυγές σε όλη την Ευρώπη εναντίον της από τα αντίστοιχα επαγγελματικά σωματεία αλλά και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που καλείται να αποφανθεί για την νομική της υπόσταση. Εάν πρόκειται δηλαδή για μία δικτυακή υπηρεσία που διέπεται από τους κανόνες της Κοινωνίας της Πληροφορίας ή για μια δραστηριότητα του τομέα των μεταφορών όπως έχει υποστηρίξει ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της ΕΕ, που οφείλει να ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο κάθε χώρας.