Τα αποθέματα που κρατούσαν για μια ώρα ανάγκης «ροκανίζουν» οι Έλληνες , τα χρόνια των μνημονίων , με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να μειώνονται, συμπαρασύροντας σε πτωτική πορεία και την κατανάλωση. Τα νοικοκυριά δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα χρέη του ενώ διπλασιάστηκε το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας. Και η πιο δυσοίωνη εκτίμηση είναι πως θα απαιτηθεί μια 20ετία για να υποχωρήσει η ανεργία στα επίπεδα του 2008.

Στα ευρήματα αυτά καταλήγει η ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση της ΓΣΕΕ, υποστηρίζοντας πως η πολιτική της λιτότητας έχει φτάσει στα όριά της, έχοντας επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, στην απασχόληση, στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στην κοινωνική συνοχή. Το Ινστιτούτο Εργασίας της Συνομοσπονδίας τονίζει πως η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. «Οι όποιες προσδοκίες για γρήγορη έξοδο της οικονομίας από την κρίση και για επιστροφή της στις αγορές το 2017 είναι υψηλού ρίσκου», τονίζεται στην έκθεση.

Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ σημειώνει πως από το 2010 και μετά η διαφορά της κατανάλωσης έναντι του διαθέσιμου εισοδήματος είναι μεγάλη. Αποτέλεσμα είναι η απομείωση των αποταμιεύσεων, με αποτέλεσμα να ανατροφοδοτείται ένας φαύλος κύκλος συμπίεσης της φοροδοτικής ικανότητας των νοικοκυριών και της δυνατότητας κάλυψης δανειακών υποχρεώσεων. Την ίδια στιγμή ο βαθμός υποχώρησης της ανεργίας δείχνει πως θα χρειαστούν 20 χρόνια για να επιστρέψουμε στο ποσοστό του 2008. Σήμερα οι μεγάλοι χαμένοι της εφιαλτικής ανεργίας είναι οι νέοι 15-24 ετών (49,1%), οι γυναίκες (27,6% έναντι 19,4% των ανδρών) και οι μακροχρόνια άνεργοι (72,2% του συνόλου των ανέργων). Σταθερά ανεβαίνει η μερική απασχόληση και η επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων. Ο κατώτατος μισθός ανταποκρίνεται σε έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με διεθνείς δείκτες και το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις σε βασικά είδη αυξάνει από 11,2% του πληθυσμού το 2008 σε 22,2% το 2015.