Αισιοδοξία κυριαρχεί στα στελέχη των επιχειρήσεων του λιανεμπορίου τροφίμων για το τρέχον έτος καθώς καταγράφονται σημάδια ανάκαμψης στον κλάδου. Όπως επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Γεώργιος Δουκίδης, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Επιστημονικός Σύμβουλος του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων το λιανεμπόριο τροφίμων και γενικότερα ο κλάδος των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων (FMCG) πέρασε πολλές και σημαντικές αλλαγές.
Η μείωση των πωλήσεων στο λιανεμπόριο τροφίμων στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η οποία συνολικά έφτασε σχεδόν το 25% οδήγησε πολλές τις εταιρείες του κλάδου σε συρρίκνωση, ενώ άλλες εξαγοράστηκαν ή συγχωνεύτηκαν με αποτέλεσμα ο χάρτης του λιανεμπορίου να έχει μεταβληθεί δραστικά. Τα μηνύματα όμως στην αυγή της δεκαετίας του 2020 είναι διαφορετικά, όπως καταγράφονται μέσα από σχετικές έρευνες του ΙΕΛΚΑ, αναφέρει ο κ. Δουκίδης.
Συγκεκριμένα, η κυλιόμενη εξαμηνιαία έρευνα τάσεων στο λιανεμπόριο FMCG του ΙΕΛΚΑ αναλύει τις απόψεις των στελεχών επιχειρήσεων του κλάδου για τα κύρια κλαδικά θέματα και προκλήσεις.
Όπως τονίζει ο κ. Δουκίδης, «η τελευταία έρευνα του Ιανουαρίου 2020 του ΙΕΛΚΑ στα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων καταδεικνύει ότι αναμένουν αύξηση των πωλήσεων στο επόμενο εξάμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019, μεγάλη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και αλλαγές στις προτεραιότητες των επιχειρήσεων με έμφαση στην ανάπτυξη, πελατοκεντρικότητα και καινοτομία».
Σε σχέση με τις προσδοκίες για τις πωλήσεις του κλάδου, για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, σε μέτρηση καταγράφεται τόσο μεγάλο ποσοστό ερωτηθέντων οι οποίοι να εκτιμούν ότι οι πωλήσεις θα κινηθούν αυξητικά στο επόμενο εξάμηνο σε ποσοστά 68%, έναντι 2% για μείωση. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η αλλαγή του κλίματος, τον Ιανουάριο του 2017 το 81% των στελεχών προέβλεπαν μείωση πωλήσεων και μόνο το 1% αύξηση. Πρόκειται για την πιο θετική μέτρηση που έχει καταγραφεί την τελευταία 5ετία από τότε που ξεκίνησε η εν λόγω κυλιόμενη έρευνα και για πλήρη αντιστροφή των προσδοκιών των στελεχών της αγοράς σε σχέση με τις τότε μετρήσεις.
Μεσοσταθμικά, τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα, εκτιμούν ότι θα καταγραφεί αύξηση της τάξης του 1,95% στις πωλήσεις το εξάμηνο Ιανουάριος 2020 -Ιούνιος 2020 σε σχέση με το ίδιο εξάμηνο του 2019. Πρόκειται επίσης για την υψηλότερη μέτρηση που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι πλέον πρόκειται για μία συνεχόμενη τάση, καθώς είναι το τρίτο συνεχόμενο εξάμηνο στο οποίο καταγράφεται θετική εκτίμηση για τις πωλήσεις. Από το 2016 έως το 2018 η πρόβλεψη ήταν συνεχώς για μείωση. Για πρώτη φορά πέρυσι τον Ιανουάριο του 2019 καταγράφηκε θετική εκτίμηση από τα στελέχη της αγοράς.
Σημειώνεται ότι οι πωλήσεις στο λιανεμπόριο τροφίμων σχετίζονται άμεσα με την ψυχολογία των καταναλωτών και την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση και ενδεχομένως απρόσμενες πολιτικές εξελίξεις να επιδράσουν σε αυτή την πρόβλεψη, θετικά ή αρνητικά.
Η αισιοδοξία όμως των στελεχών, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, δεν αφορά μόνο τις πωλήσεις. Συνολικά καταγράφεται μία βελτίωση στο οικονομικό περιβάλλον το τελευταίο 18μηνο και μάλιστα σε σχέση με το 2019 παρουσιάζει βελτίωση σε αυτή τη μέτρηση. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά η πλειοψηφία σε ποσοστό 74% θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε, μόλις το 1% ότι χειροτέρεψε και το 26% ότι έμεινε αμετάβλητη. Συγκριτικά με τις μετρήσεις του 2017 και 2018 οπότε και ο δείκτης οικονομικού κλίματος ήταν αρνητικός, πρόκειται για σαφώς καλύτερο αποτέλεσμα. Ο συνολικός δείκτης οικονομικού κλίματος έφτασε το 0,66 (με ελάχιστη τιμή το -1,00 και μέγιστη το 1,00) όταν τον Ιανουάριο του 2017 ήταν στο -0,32. Συνολικά και οι 3 υποδείκτες που διαμορφώνουν τον συνολικό δείκτη και αφορούν τις πωλήσεις, τις τιμές και τις οικονομικές συνθήκες κατέγραψαν αύξηση και βρίσκονται στις υψηλότερες ιστορικά τιμές τους.
Μία άλλη σημαντική πτυχή της παρούσας κατάστασης είναι ότι η παγίωση αυτή των θετικών προσδοκιών των στελεχών των επιχειρήσεων του κλάδου μετατρέπεται πλέον και σε στρατηγική. Στην ίδια έρευνα αναλύονται οι προτεραιότητες των επιχειρήσεων και φαίνεται ότι υπάρχει μία σαφής μεταστροφή, από την διαχείριση προβλημάτων της ύφεσης, σε αξιοποίηση και εκμετάλλευση των ευκαιριών. Πρώτη προτεραιότητα με διαφορά είναι η ενίσχυση των πωλήσεων των εταιρειών (58%). Πρόκειται μία λογική εξέλιξη καθώς με δεδομένη την εκτίμηση για αύξηση του μεγέθους της αγοράς, οι επιχειρήσεις στοχεύουν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα μερίδια. Αυτό το αποτέλεσμα εν μέρει αποδίδεται και στις προσδοκίες για την κεφαλαιοποίηση σε πωλήσεις και κερδοφορία από τις πρόσφατες εξαγορές και συγχωνεύσεις, καθώς πρόκειται για σημαντικές επενδύσεις οι οποίες δεν έχουν αποφέρει ακόμα τις πλήρεις δυνατότητες τους.
Τα υπόλοιπα αποτελέσματα δείχνουν, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, ότι η πλειοψηφία των στόχων του κλάδου έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη και την πελατοκεντρική στρατηγική. Συγκεκριμένα προτεραιότητες αποτελούν η καινοτομία σε νέες υπηρεσίες και προϊόντα (42%), η παραγωγικότητα μέσω της μείωσης κόστους (40%), η καλύτερη εξυπηρέτηση πελατών (31%), αναβάθμιση δικτύου και πολυκαναλική διάθεση προϊόντων (37%), η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών (27%) και η αξιοποίηση δεδομένων για την καλύτερη διαχείριση των πόρων των εταιριών (26%). Συνολικά φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες θα βελτιώσουν τη λειτουργία τους και θα προσφέρουν καινοτόμες υπηρεσίες/προϊόντα στους πελάτες. Με δεδομένες τις εξελίξεις στην παγκόσμια αγορά πρόκειται για μία καλή χρονικά στιγμή, η οποία μπορεί να αρχίζει να εξισορροπεί τις ζημιές της προηγούμενης δεκαετίας.