Το γνωστό στερεότυπο “οι νέοι ψηφίζουν αριστερά” ήταν ένα από αυτά που κατέπεσαν με πάταγο την Κυριακή των ευρωεκλογών, στις 26 Μαΐου. Οι ηλικίες 17- 25 ψήφισαν περισσότερο Νέα Δημοκρατία, αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση. Διέψευσαν, κατά ένα τρόπο, και την ιστορική ρήση του Ουίνστον Τσόρτσιλ: “Όποιος ως τα 25 δεν είναι αριστερός, δεν έχει αίμα στις φλέβες του. Όποιος μετά τα 25 είναι αριστερός, δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του”. Τι είναι αυτό, όμως, που στρέφει τη νέα γενιά προς την κεντροδεξιά; Είναι ελληνική εξαίρεση, ή παγκόσμια τάση; Διαφέρει η σημερινή νεολαία ως προς τη συμπεριφορά της από τις νεολαίες των περασμένων χρόνων;
Πριν καν ο όρος influencer (άτομο με επιρροή) δημιουργηθεί, οι νέοι της εποχής μας έπαιζαν αυτόν τον κοινωνικό ρόλο δημιουργώντας και ερμηνεύοντας τις τάσεις, γνωστές στη γλώσσα τους ως “trends”. Τώρα μια νέα γενιά influencers έχει έρθει στη σκηνή. Τα μέλη του Gen Z -δηλαδή, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν από το 1995 έως το 2010- είναι πράγματι “ψηφιακά όντα” εκ γενετής: Από την αρχή της νεότητάς τους έχουν εκτεθεί στο διαδίκτυο, στα κοινωνικά δίκτυα και στα συστήματα της κινητής τηλεφωνίας. Αυτό το πλαίσιο έχει δημιουργήσει μια υπερκινητική γενιά πολύ φιλική με τη συλλογή και τη διασταύρωση πολλών πηγών πληροφοριών και με την ενσωμάτωση εικονικών και offline εμπειριών.
Καθώς η παγκόσμια διασύνδεση αυξάνεται, οι αλλαγές μεταξύ των γενεών μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στη ρύθμιση της συμπεριφοράς από ό, τι οι κοινωνικοοικονομικές διαφορές. Οι νέοι -influencers- αφήνουν πίσω τους στερεότυπα κάθε είδους, “μηδενίζουν” το κοντέρ των προκαταλήψεων για τη γενιά τους κι ασκούν πλέον ισχυρή επιρροή σε άτομα όλων των ηλικιών και εισοδημάτων, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουν και γενικότερα ασχολούνται με τα διάφορα brands, από το μικρότερο ως το πιο μεγάλο.
Η τάση αυτή δεν είναι, φυσικά, ελληνικό φαινόμενο. Είναι προφανώς παγκόσμιο. Στη Βραζιλία, η Gen Z αποτελεί ήδη το 20% του πληθυσμού της χώρας. Η γνωστή εταιρεία McKinsey συνεργάστηκε πρόσφατα με της Box1824, έναν ερευνητικό οργανισμό που ειδικεύεται στις τάσεις των καταναλωτών κι έκαναν μια έρευνα η οποία διερευνά τις συμπεριφορές αυτής της νέας γενιάς και την επιρροή της για τα καταναλωτικά πρότυπα συνολικά στη Βραζιλία. Σκοπός ήταν να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο οι απόψεις της νέας γενιάς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον ευρύτερο πληθυσμό, καθώς και την κατανάλωση εν γένει.
Η μελέτη της McKinsey, βασισμένη στην έρευνα αποκαλύπτει τέσσερις βασικές συμπεριφορές της Gen Z, όλες σε σχέση με ένα στοιχείο: την αναζήτηση αυτής της γενιάς για την αλήθεια. Η Gen Z εκτιμά την ατομική έκφραση και αποφεύγει τις ετικέτες. Πιστεύει βαθιά στην αποτελεσματικότητα του διαλόγου για την επίλυση των συγκρούσεων και τη βελτίωση του κόσμου. Τέλος, λαμβάνει αποφάσεις με εξαιρετικά αναλυτικό και ρεαλιστικό τρόπο. Είναι η νέα γενιά της ανάλυσης και του ρεαλισμού.
Αντίθετα, η προηγούμενη γενιά, οι γνωστοί Millennials, που ονομάζεται μερικές φορές και η «γενιά του Εγώ» -πρωτομπήκαν στην κοινωνία σε μια περίοδο οικονομικής ευμάρειας, και κατά πλειοψηφία επικέντρωναν την προσοχή τους στον εαυτό τους. Όσοι ανήκουν στους Millennials είναι πιο ιδεαλιστές, πιο συγκρουσιακοί και λιγότερο πρόθυμοι να δεχτούν διαφορετικές απόψεις.
Αυτές οι συμπεριφορές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο η Gen Z βλέπει την κατανάλωση και τις σχέσεις τους με τα εμπορικά σήματα. Οι εταιρείες πρέπει να εναρμονιστούν με τρεις παραμέτρους γι ‘αυτή τη γενεά: κατανάλωση ως πρόσβαση και όχι ως κατοχή, κατανάλωση ως έκφραση ατομικής ταυτότητας και κατανάλωση ως θέμα που ενέχει και την δεοντολογική διάσταση. Σε συνδυασμό με την τεχνολογική πρόοδο, αυτή η στροφή της νέας γενιάς μεταμορφώνει το τοπίο ως προς τον καταναλωτή με τρόπο που διαπερνά ολόκληρη την δημογραφική πυραμίδα. Οι δυνατότητες που αναδύονται τώρα για τις εταιρείες απαιτούν τόσο ευρείς μετασχηματισμούς, που γίνονται πρόκληση. Οι επιχειρήσεις πρέπει να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο προσφέρουν αξία στον καταναλωτή, εξισορροπούν την κλίμακα «μαζική παραγωγή- εξατομικευμένη κατανάλωση και, περισσότερο από ποτέ, οφείλουν να κάνουν πράξη τις εξαγγελίες τους περί και περί δεοντολογίας στην εργασία