Η ελληνική οικονομία, μετά από σχεδόν μια δεκαετία εσωτερικής υποτίμησης, έχοντας σήμερα μια κυβέρνηση αποφασισμένη να φέρει επενδύσεις και μέσα από αυτές, οικονομική ανάπτυξη, μοιάζει όντως με ένα πιεσμένο ελατήριο, έτοιμο να εκτιναχθεί προς τα πάνω. Οι αλλαγές που φέρνει η κυβέρνηση, το «πάντρεμα» πολιτικών και τεχνοκρατών στους κόλπους της, καθώς και η προετοιμασία που έχει κάνει το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη, αποτελούν αιτιολογημένους παράγοντες αισιοδοξίας.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτα που να «απειλεί» την πορεία της Ελλάδας προς την ανάπτυξη; Ο σημερινός πρωθυπουργός είχε πει πριν τις εκλογές απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι το μόνο που φοβάται είναι «…τα γεγονότα…» δηλαδή το απρόοπτο που μπορεί να ανατρέψει σχεδιασμούς και αποφασισμένες πολιτικές.
Εκτός από τα γεγονότα, όμως, υπάρχουν και οι «κρυφές απειλές», δηλαδή εξελίξεις που δεν είναι απρόοπτες, αντίθετα αναμένονται και συνυπολογίζονται από τους κυβερνώντες. Μια προφανής, είναι η αντίδραση οργανωμένων μειοψηφιών στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά οι πραγματικές απειλές, έρχονται από το εξωτερικό.
Η δεύτερη σε σημασία απειλή είναι ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ- Κίνας, που συμπαρασύρει το παγκόσμιο εμπόριο. Η Ελλάδα δυστυχώς -στην προκειμένη περίπτωση ευτυχώς- δεν είναι χώρα με πολλές εξαγωγές, όπως δείχνει διαχρονικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές οικονομικές μονάδες ακόμα και σήμερα, στην Ελλάδα που δεν έχει απομακρυνθεί από την κρίση, που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα στις εξαγωγικές τους δραστηριότητες. Ιδιαίτερα σε κλάδους όπως το αλουμίνιο κι ο χάλυβας που είναι στην πρώτη γραμμή των εκατέρωθεν κυρώσεων του εμπορικού πολέμου. Σε αυτά, αλλά και στις ενδεχόμενες επιβαρύνσεις τιμών από τα δασμολογικά μέτρα που λαμβάνονται διεθνώς, υπάρχει ευτυχώς το δίχτυ προστασίας που λέγεται Ευρώπη.
Οι Βρυξέλλες έχουν κοινή εμπορική πολιτική και πάντοτε σπεύδουν να στηρίξουν όσα κράτη- μέλη υφίστανται ζημιές από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Ωστόσο τώρα δεν υπάρχει μόνο ο «κακός Τραμπ» που ξαφνικά βάζει τη γηραιά ήπειρο απέναντι. Υπάρχει και η εσωτερική πληγή του brexit, όπου η εκλογή Τζόνσον αποτελεί ακόμα ερωτηματικό, πέραν των διακηρυγμένων θέσεων του νέου πρωθυπουργού της Βρετανίας.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως που θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι η γενικότερη οικονομική δυσπραγία της Ευρωζώνης που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη καμία οικονομία του ευρώ.
Χθες ο Μάριο Ντράγκι, ο έμπειρος διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προειδοποίησε ότι η συνεχής επιδείνωση των προοπτικών της Ευρωζώνης θα οδηγήσει υποχρεωτικά τις κυβερνήσεις των κρατών- μελών της να επιβάλουν στους πολίτες τους πρόσθετα φορολογικά μέτρα.
Ποιο είναι το κεντρικό πρόβλημα; Ότι το επιχειρηματικό πρότυπο που λειτουργεί στην Ευρωζώνη έχει σοβαρό πρόβλημα, που δεν γιατρεύεται ούτε με τα χαμηλά επιτόκια, ούτε με τις αγορές ομολόγων, ούτε -σε μερικές χώρες- από την αλόγιστη χρήση δανειακών πόρων. Η πρώτη φάση της ποσοτικής χαλάρωσης ολοκληρώθηκε χωρίς η οικονομία της Ευρωζώνης να πιάσει το στόχο του πληθωρισμού για 2%. Τώρα, η ΕΚΤ ετοιμάζεται για έναν ακόμα γύρο, χωρίς να εξηγεί πώς η χορήγηση του ίδιου φαρμάκου, θα έχει διαφορετική επίπτωση στην ασθένεια.
Το Βερολίνο, η έγκριση του οποίου σε οποιαδήποτε πρόταση της Αθήνας για μείωση των πλεονασμάτων, δεν βλέπει το πρόβλημα για το οποίο μιλάει ο Ντράγκι, παρά την επιδείνωση του μεταποιητικού δείκτη της Γερμανίας. Ο υπουργός Οικονομικών Σολτς προτιμά, όπως είπε, «να ενεργούμε όπως όταν βρισκόμαστε σε κρίση», άρα δεν συμφωνεί με τις προοπτικές νέας χαλάρωσης.
Από την άλλη ο Ντράγκι κουράστηκε, πια, να παλεύει με τα απόνερα της Lehman Brothers, τον αποπληθωρισμό και την κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ. Πραγματικά πλημμύρισε την περιοχή με ρευστότητα, δίνοντας πάμφθηνα τραπεζικά δάνεια και ξοδεύοντας πάνω από 2,5 τρις ευρώ για αγορά ομολόγων, αλλά η κατάσταση της υγείας του ασθενούς, επιδεινώνεται. Δημιουργήθηκαν περίπου 10 εκατομμύρια θέσεις, αλλά ο πληθωρισμός παρέμεινε σε απαγορευτικά επίπεδα για οικονομία που αναπτύσσεται.
Τώρα, ο Ντράγκι περνά τη σκυτάλη στις εθνικές κυβερνήσεις. Η καθεμιά τους πρέπει να φροντίσει πρωτίστως τη δική της οικονομική ανάπτυξη, ώστε τα εργαλεία της ΕΚΤ να λειτουργήσουν επιβοηθητικά. Αυτό σε πρώτη ανάγνωση βοηθά τη νέα ελληνική κυβέρνηση, αφού η επιστροφή της Ελλάδας σε γνήσια αναπτυξιακή πορεία είναι πρώτη της προτεραιότητα. Μπορεί, ωστόσο, η προσπάθεια να δυσκολέψει από μια άσχημη εξέλιξη λχ στο brexit, από μια επιδείνωση των σχέσεων της Ρώμης με τις Βρυξέλλες ή από μια μη αναμενόμενη απόφαση της Φρανκφούρτης να περιορίσει το ποσό της αγοράς ελληνικών ομολόγων στο πλαίσιο του νέου QE.
Σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία επιχειρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη δρομολόγηση της οικονομικής ανάκαμψης της Ελλάδας. Μπορεί, μάλιστα, η συγκυρία να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο, εάν στις 31 Οκτωβρίου η Βρετανία αποχωρήσει χωρίς συμφωνία από την ΕΕ, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αλυσίδας κρίσεων απροσδιόριστων συνεπειών…
Ο παράγων «εξελίξεις στην Ευρωζώνη» μαζί με «…τα γεγονότα…» αποτελούν σήμερα τους πιο απρόσμενους παράγοντες δημιουργίας προβλημάτων στις οικονομικές επιδιώξεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη.