Τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι η ενεργειακή κρίση βρίσκεται σε ύφεση και ο πληθωρισμός δίνει σημάδια υποχώρησης, με αποτέλεσμα οι «ευρωκράτες» να εφησυχάζουν ότι η ευρωζώνη «άντεξε» και η κατάσταση τίθεται υπό έλεγχο. Ωστόσο ένα νέο πρόβλημα εμφανίζεται στην οικονομία της Ευρωζώνης.
Ο λόγος για το θεμελιώδες πρόβλημα που επισήμαιναν διαχρονικά πολλοί οικονομολόγοι σε σχέση με τη δομή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, ήτοι οι αναταράξεις που μπορεί να προκληθούν εάν οι χώρες της ευρωζώνης βρίσκονται σε διαφορετικό οικονομικό κύκλο.
Κάποιοι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για το «προπατορικό αμάρτημα» του ενιαίου νομίσματος, καθώς υπήρχαν αντιρρήσεις πριν τη δημιουργία του ευρώ, για το τι θα συνέβαινε με το διαφορικό πληθωρισμό και τι συνέπειες θα υπήρχαν για τη νομισματική πολιτική εάν οι οικονομίες έμπαιναν σε διαφορετικό κύκλο.
Φαίνεται λοιπόν ότι η συγκυρία στην ευρωζώνη δημιουργεί διαφορετικούς κύκλους και η ένδειξη είναι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, που δείχνουν ότι μπορεί ο ρυθμός αύξησης των τιμών να υποχωρεί κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη (έπεσε στο 5,5% τον Ιούνιο, από 6,1% τον Μάιο), αλλά υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες μέλη.
Ο τιμάριθμος έπεσε σε όλες τις χώρες μέλη και μάλιστα έφτασε αρκετά χαμηλά στην Ισπανία (1,6%), στο Βέλγιο (1,8%), στην Ελλάδα και στην Κύπρο (2,7%), με εξαίρεση όμως τη τη Γερμανία, όπου ο δείκτης τιμών αυξήθηκε στο 6,8% (από 6,3% το Μάιο).
Αυτός είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γιοακίμ Νάγκελ πιέζει για να συνεχιστούν οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, ενώ άλλα μέλη του συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας, μεταξύ των οποίων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και άλλοι «Νότιοι» θέλουν το αντίθετο.
Το πρόβλημα που εμφανίζεται είναι ότι οι χώρες του ευρώ έχουν διαφορετικές ανάγκες, αφού η Γερμανία «χρειάζεται» σφιχτή νομισματική πολιτική, ενώ οι χώρες με χαμηλό πλέον πληθωρισμό όχι.
Το πρόβλημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει μια ευρύτερη, πιο βαθιά κρίση, καθώς η ενεργειακή κρίση και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις υπονομεύουν την εξαγωγική δυναμική στην οποία είχε στηριχθεί το «θαύμα» της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.
Χωρίς τα φθηνά καύσιμα της Ρωσίας και με την αναθεώρηση των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων να διαταράσσουν την προμήθεια πρώτων υλών, η γερμανική εξαγωγική μηχανή «αγκομαχά».
Ταυτόχρονα, υπάρχει πλέον για την Ευρώπη σοβαρός ανταγωνισμός στην προσέλκυση επενδύσεων από τις ΗΠΑ, με τις επιδοτήσεις που δίνει η Ουάσιγκτον για υλοποίηση επενδύσεων στο έδαφός της (με το Νόμο για Καταπολέμηση Πληθωρισμού), ο οποίος πλήττει κατ΄εξοχήν τη Γερμανία.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2022 έφυγαν από τη Γερμανία κεφάλαια ύψους 135 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε άλλες χώρες, ενώ τα κεφάλαια που εισέρρευσαν για επενδύσεις στη Γερμανία ήταν μόλις 10,5 δισ. ευρώ, με τη διαφορά να είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία, σύμφωνα με στοιχεία του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου της Κολωνίας.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σαφή ένδειξη ότι η Γερμανία δυσκολεύεται να προσελκύσει κεφάλαια. Είναι λοιπόν «σημείο των καιρών» ότι αντί για «γερμανικό θαύμα» γίνεται λόγος πλέον για … «γερμανικό πρόβλημα» το οποίο επηρεάζει τις αποφάσεις για τα επιτόκια, αλλά όχι μόνον αυτές.
Η Γερμανία υιοθετεί σκληρή στάση και για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που πρέπει να αποφασιστούν για να τεθούν σε ισχύ από το 2024. Το Βερολίνο αντιτίθεται στο νέο, ευέλικτο σύστημα που προτείνει η Κομισιόν, με όριο για τις δημόσιες δαπάνες ανάλογα με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και τις ανάγκες κάθε οικονομίας, έτσι ώστε να μην οδηγούνται οι οικονομίες σε αυτόματες περικοπές οι οποίες θα προκαλούν ύφεση.
Η Γερμανία προσπαθεί να επιβάλλει έναν οριζόντιο «κόφτη» χρέους της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Ο λόγος είναι αφενός πολιτικός, αλλά και πρακτικός αφού η γερμανική ηγεσία βλέπει τα οικονομικά σύννεφα να μαζεύονται και θέλει να αποτρέψει τη δημοσιονομική χαλαρότητα στην Ευρωζώνη για να μην δημιουργούνται προϋποθέσεις νέας κρίσης η οποία ενδεχομένως να αναγκάσει το Βερολίνο να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Η συγκυρία φέρνει στο προσκήνιο και την περίφημη θεωρία της Βέλτιστης Οικονομικής Περιοχής, την οποία ανέδειξε ο Ρόμπερτ Μαντέλ τη δεκαετία του 1960 σύμφωνα με την οποία διαφορετικές περιοχές μπορούν να βελτιώσουν την οικονομική απόδοση συμμετέχοντας σε ένα κοινό νόμισμα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Κάποιοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η Ευρωζώνη δεν είναι Βέλτιστη Οικονομική Περιοχή, ιδιαίτερα καθώς δεν προβλέπει οικονομικές μεταβιβάσεις (μέσω κοινού προϋπολογισμού) για να αντισταθμίζονται οι ανισορροπίες.
Διαβάστε ακόμη:
BlackRock: Αυτές είναι οι πέντε μελλοντικές τάσεις που θα επηρεάσουν τις επενδύσεις
ΣΥΡΙΖΑ: Ώρα αποφάσεων για την Κομουνδούρου – Κρίσιμη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας
Σπίτι μου: Ξεκινά η εκταμίευση στα στεγαστικά δάνεια για νέους 25-39 ετών
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ