Η συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης άνοιξε το δρόμο για το πιο φιλόδοξο μέχρι τώρα οικονομικό πρόγραμμα της Ε.Ε. το οποίο έχει και σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Οι μικρές πλούσιες χώρες της Ε.Ε. με μπροστάρη την Ολλανδία αναδείχθηκαν στο νέο πολιτικό πρωταγωνιστή της Ε.Ε., καθώς η στάση τους οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές την αρχική πρόταση της Κομισιόν.
Το πολιτικό στίγμα φάνηκε στη διάρκεια των μαραθώνιων διαπραγματεύσεων όταν ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, που επιχείρησε να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί έντονα και σκληρά με τον Ιταλό ομόλογό του Τζιουζέπε Κόντε, ενώ με τη στάση του έφερε στα όρια τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Στο τέλος οι φειδωλοί κέρδισαν σημαντικές επιστροφές χρημάτων από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. (rebates) ενώ έβαλαν και λίγη «άμμο» στα γρανάζια του μηχανισμού έγκρισης των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης, παρόλο που δεν κέρδισαν το βέτο που επιθυμούσαν.
Είναι σαφές, ότι οι «φειδωλοί» είναι αποφασισμένοι να σταθούν απέναντι στον γαλλο-γερμανικό άξονα για να προασπίσουν τα ειδικότερα συμφέροντά τους. Ο άξονας Παρίσι – Βερολίνου έδωσε σημάδια «ανάστασης» από τη στιγμή που Μακρόν και Μέρκελ ανακοίνωσαν την κοινή πρότασή τους για το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά οι «φειδωλοί» πάτησαν πόδι και κέρδισαν. Ο λόγος είναι ότι τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πολλά για τα δεδομένα της Ε.Ε., έστω και εάν φαίνονται λίγα σε σύγκριση με εκείνα που ξοδεύουν οι ΗΠΑ.
Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που θα γίνουν τόσο μεγάλες επενδύσεις με κεφάλαια της Ε.Ε. τα οποία θα αντληθούν από την αγορά. Οι πλούσιες χώρες θα πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού και είναι σαφές ότι οι «φειδωλοί» αποφάσισαν ότι δεν θα αφήσουν αμαχητί τη μερίδα του λέοντος στις μεγάλες χώρες. Το μεγάλο όφελος για χώρες που πλήττονται από την κρίση, όπως κατ’ εξοχήν η Ελλάδα, είναι ότι θα υπάρχουν το επόμενο διάστημα σημαντικά κεφάλαια για επενδύσεις, καθώς και για ενίσχυση των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Είναι λογικό ότι ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που θα δαπανηθούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, θα «επιστρέψουν» στον πλούσιο Βορρά, από όπου θα προέλθει ο εξοπλισμός και πολλές υπηρεσίες που θα στηρίξουν την «πράσινη και ψηφιακή μετάβαση». Ωστόσο, ο τρόπος που θα δαπανηθούν τα χρήματα αυτά θα υπόκειται στον έλεγχο της Κομισιόν, αλλά και του Συμβουλίου Υπουργών σύμφωνα με το μηχανισμό που θεσπίστηκε κατ΄ απαίτησιν των «φειδωλών».
Είναι ξεκάθαρο ότι μια χώρα, εφόσον κρίνει ότι η διευθέτηση δεν την εξυπηρετεί ή, για παράδειγμα, δεν έχει αρκετό «μερίδιο» στο επενδυτικό πρόγραμμα κάποιας άλλης χώρας, θα έχει τη δυνατότητα να προβάλει αντιρρήσεις για το εθνικό σχέδιο της τελευταίας και έτσι να ασκήσει πιέσεις. Τα εθνικά σχέδια θα υποβάλλονται στην Κομισιόν η οποία θα τα παραπέμπει στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, η οποία προετοιμάζει τις εργασίες του συμβουλίων υπουργών ΕΚΟΦΙΝ. Εάν εκεί δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε η απόφαση θα παραπέμπεται στο Συμβούλιο, όπου εκεί θα πρέπει να επιλυθεί πολιτικά το θέμα.
Το συμπέρασμα είναι ότι ναι μεν δεν πέρασε των Ολλανδών και λοιπών φειδωλών οι οποίοι ζητούσαν δικαίωμα βέτο στο πρόγραμμα κάθε χώρας, αλλά από την άλλη θα υπάρχει μια διαδικασία η οποία θα δυσκολεύει (και θα καθυστερεί) τα πράγματα. Είναι ένας τρόπος δηλαδή για να προασπίσουν τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντά τους οι χώρες μέλη.
Την ίδια στιγμή η απόφαση των ηγετών για το Ταμείο Ανάκαμψης προβλέπει ρητά ότι τα εθνικά σχέδια που θα υποβάλλονται θα πρέπει να ικανοποιούν τα κριτήρια σχετικά με την «μεταρρυθμιστική και επενδυτική ατζέντα του εκάστοτε κράτους μέλους για τα έτη 2021-2023. Τα σχέδια θα επανεξεταστούν και θα προσαρμοστούν ανάλογα με τις ανάγκες το 2022, ώστε να ληφθεί υπόψη η τελική κατανομή των κονδυλίων για το 2023».
Στην πράξη, αυτό σημαίνει, ότι η έγκριση των σχεδίων θα υπόκειται στην έγκριση των ευρύτερων οικονομικών και αναπτυξιακών πολιτικών που θα εφαρμόζουν οι χώρες μέλη, με κριτήρια την «οικονομική και κοινωνική ανθεκτικότητα» του κράτους μέλους καθώς και την «αποτελεσματική συμβολή στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση αποτελεί επίσης προϋπόθεση για θετική αξιολόγηση». Το πεδίο ερμηνείας είναι βέβαια ευρύ, αλλά είναι σαφές ότι στο μικροσκόπιο της Κομισιόν, της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής και, τελικά εάν χρειαστεί, του Συμβουλίου Υπουργών θα μπαίνουν οι εθνικοί προϋπολογισμοί, τα ασφαλιστικά συστήματα και ένα ευρύ φάσμα εθνικών πολιτικών.
Δεν πρόκειται βέβαια για μνημόνια τύπου ESM , όπως τα γνωρίσαμε στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης, αλλά είναι σαφές ότι θα υπάρχουν μηχανισμοί εποπτείας και ελέγχου από τους οποίους, μάλιστα, θα εξαρτώνται και οι εκταμιεύσεις των χρηματοδοτήσεων μετά την αρχική έγκριση των σχεδίων.