Σε πρόσφατη (04/09) ανάρτησή του στο Facebook ο υπουργός Επικρατείας κ. Σκέρτσος θέτει το ερώτημα «Τελικά, ισχύει ότι η Ελλάδα δεν παράγει “ούτε καρφίτσα”;» για να τονίσει με διάφορα παραδείγματα κλάδων ότι η χώρα «και παράγει και εξάγει και επενδύει σε μια οικονομία όλο και πιο ανθεκτική».

Όπως επισημαίνει στην ανάρτηση: «Η λίστα είναι μεγάλη και υπάρχουν αρκετά ακόμη τέτοια παραδείγματα. Η παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων βρίσκεται σε ανοδική τροχιά τα τελευταία χρόνια και η χώρα μας γίνεται σταδιακά μια οικονομία που υποστηρίζει περισσότερο και πιο ανταγωνιστικά τις παραγωγικές επενδύσεις.»

Και η αλήθεια είναι ότι όντως υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι δυναμικοί κλάδοι που στηρίζουν τον εξαγωγικό προσανατολισμό και την ανάπτυξη της χώρας, μεταξύ των οποίων και ο κλάδος των ορυκτών πρώτων υλών, ο οποίος καλείται να παίξει ρόλο «κλειδί» στις εξελίξεις ένεκα της δίδυμης πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Η σημασία των ορυκτών για την ενεργειακή μετάβαση αλλά και την οικονομική και γεωπολιτική σταθερότητα της Ευρώπης αναγνωρίστηκε έμπρακτα τον Μάρτιο του 2024 με την θέσπιση του Ευρωπαϊκού κανονισμού για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, του λεγόμενου CRMA.

H ζήτηση για σπάνιες γαίες αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά τα επόμενα έτη, καθώς η ΕΕ απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα και στρέφεται σε συστήματα καθαρής ενέργειας που χρειάζονται τέτοιου είδους πρώτες ύλες. Στο πλαίσιο αυτό, το CRMA αποτελεί την πρώτη ουσιαστική νομοθετική παρέμβαση προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης στοιχειώδους αυτονομίας σε ορυκτές ύλες και μείωσης της υπερ-εξάρτησης της Ευρώπης από τρίτες χώρες.

Η αυξημένη ζήτηση για ορυκτά και μέταλλα, η οποία τροφοδοτήθηκε από την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, την αυξανόμενη ζήτηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, έχει οδηγήσει σε σημαντική ανάπτυξη του μεταλλευτικού κλάδου.

Στην ελληνική αγορά το 2023, η κατανάλωση ορυκτών, κυρίως αδρανών υλικών, είχε αυξητικές τάσεις (της τάξεως του 15%) λόγω της αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας. Οι πρώτες εκτιμήσεις του κλάδου για την τρέχουσα χρονιά είναι εξίσου θετικές.

Με εξαγωγική δυναμική

Οι εξαγωγές των μεταλλευτικών προϊόντων από τη χώρα μας προς τρίτες χώρες συμβάλλουν στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, αυξάνοντας τα σχετικά έσοδα. Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδας (ΣΒΕ) η αξία των εξαγωγών για το 2023 ανήλθε στο ποσό των 50,9 δισ. ευρώ.

Παράλληλα, τρέχουν σημαντικές επενδύσεις στον κλάδο. Για παράδειγμα, έως σήμερα, στην περιοχή της Β.Α. Χαλκιδικής και συγκεκριμένα στα Μεταλλεία Κασσάνδρας που αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα έχουν επενδυθεί 1,3 δισ. δολ. και πρόκειται να επενδυθούν επιπλέον 1,9 δισ. δολάρια, ενώ η αξία των εξαγωγών αναμένεται να ξεπεράσει τα 11 δισ. δολάρια τα επόμενα χρόνια, 755 εκατ. δολάρια σε ετήσια βάση σε ορίζοντα 20ετίας.

Η Ελλάδα μπορεί να γίνει βασικός παίκτης στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά χαλκού και χρυσού

Με την πλήρη ανάπτυξη των Μεταλλείων Κασσάνδρας, η Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να γίνει η 3η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα χρυσού στην Ευρώπη (6,7 τόνοι χρυσού), ακολουθώντας σε κοντινή απόσταση μετά τη Σουηδία (8,1 τόνοι χρυσού) και την Φινλανδία (7,7 τόνοι) και να ενισχύσει τον εξαγωγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας γενικότερα και του μεταλλευτικού κλάδου ειδικότερα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF) για το 2023, η συνεισφορά της εξορυκτικής δραστηριότητας των μεταλλείων Κασσάνδρας ξεπερνά τα 240 δις. δολάρια σε όρους πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), με άμεση αύξηση της συνεισφοράς κατά +0,38% και ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της τάξης των περίπου 925 εκατ. δολαρίων.

Ειδικά με την ολοκλήρωση του έργου των Σκουριών που αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία στα τέλη του 2025, η Ελλάδα θα εξορύσσει και θα εξάγει μόνο από τις Σκουριές -που είναι μία από τις ελάχιστες νέες πηγές τροφοδοσίας χρυσού και χαλκού εντός ευρωπαϊκού εδάφους- σε πάνω από 15 χώρες σε όλον τον κόσμο.

Η συνολική διάρκεια ζωής του μεταλλείου στις Σκουριές είναι περίπου 20 έτη και προβλέπεται να έχει ετήσια παραγωγή κατά μέσο όρο 67 εκατομμυρίων λιβρών χαλκού και 140.000 ουγγιών χρυσού. Η στρατηγική σημασία του έργου, που πρόκειται για ένα κοίτασμα παγκόσμιου κλάσης εκτός από χρυσό και σε χαλκό, έγκειται στο ότι θα συνεισφέρει στην αυτάρκεια και την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας σε κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες, όπως ο χαλκός, που ως το μέταλλο της ηλεκτροκίνησης, η ζήτησή του αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2035. Ο χαλκός είναι ο “καταλύτης” της μετάβασης σε φιλικότερες προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας, όπως τα φωτοβολταϊκά πάρκα, οι ανεμογεννήτριες και τα ηλεκτρικά οχήματα.

Το έργο των Σκουριών έχει σχεδιασθεί για να πληροί τις αυστηρές ευρωπαϊκές προδιαγραφές για την προστασία του περιβάλλοντος. Μέσα από πρακτικές όπως η ξηρή απόθεση, το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αποβλήτων και υδάτων και η παράλληλη αποκατάσταση, επιτυγχάνει τη μέγιστη προστασία και τη χαμηλότερη δυνατή επίδραση στο περιβάλλον.

Συνέργειες για πράσινες εφαρμογές

Κλείνοντας, αυτό που είναι επίσης σημαντικό στον κλάδο είναι ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για συνεργασίες της εξορυκτικής βιομηχανίας για πράσινες εφαρμογές με άλλους κλάδους που μπορούν να υποστηρίξουν τη μετάβαση προς ένα μέλλον μηδενικών εκπομπών άνθρακα, όπως για παράδειγμα με την αυτοκινητοβιομηχανία, όπου οι ορυκτές πρώτες ύλες όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, ο χαλκός και το νικέλιο χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μπαταριών. Τέτοιες πράσινες εφαρμογές μπορούμε να έχουμε και στην ανάπτυξη δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σε πράσινες τεχνολογίες με έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αμυντικές εφαρμογές κ.ά, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την αξία των υπεύθυνων πρακτικών.

Μιλώντας για υπεύθυνες πρακτικές, αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέλη του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) που εκπροσωπεί τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σε όλους τους κλάδους των ορυκτών πρώτων υλών και μάλιστα φέτος συμπληρώνει 100 χρόνια λειτουργίας, ακολουθούν Κώδικα Βιώσιμης Ανάπτυξης εδώ και 18 χρόνια και δημοσιεύουν σε ετήσια βάση τις επιδόσεις τους σε βασικούς δείκτες εφαρμόζοντας με υπευθυνότητα τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας με τον πλέον βιώσιμο τρόπο, προς όφελος της κοινωνίας.