Η εκλογή Τραμπ είναι καθοριστική εξέλιξη για το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα ελληνικά συμφέροντα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται ότι δημιουργείται ένα νέος άξονας με βασικά αγγλοσαξονικά στοιχεία όπου ο Ντόναλντ Τραμπ με την Τερέζα Μέι εκφράζουν πολιτικά μια τάση που παίρνει αποστάσεις από τα ευρωπαϊκά πλαίσια και δη αυτό της Ευρωζώνης.
Θυμίζουμε σε αυτό το σημείο ότι ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ πήρε σαφείς αποστάσεις από την υποστήριξη των βαλτικών δημοκρατιών στη στρατηγική του ΝΑΤΟ, δίνοντας έτσι, τους προηγούμενους μήνες, μια έμμεση πάσα στον Πούτιν. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι πρώτος ο Πούτιν έσπευσε να συγχαρεί τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, ενώ η Ανγκελα Μέρκελ τού απηύθυνε ένα μήνυμα που επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
Εγκάρδια υπήρξε και η προσέγγιση της Τερέζα Μέι. Το αν θα επιτύχει ο Τραμπ σε ένα πρόγραμμα που βλέπει μείωση της φορολογίας και αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών είναι η μία πλευρά που μένει να τη δούμε. Ωστόσο, οι πολιτικοί συσχετισμοί έχουν αλλάξει ριζικά, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν πλειοψηφία παντού.
Οι αγορές που αρχικά επιχείρησαν να κερδοσκοπήσουν σε σχέση με την εκλογή Τραμπ γρήγορα κατάλαβαν το συμφέρον τους.
Σε πολιτικό επίπεδο, η τάση που επικράτησε είναι σαφής. Εμφαση στα συμφέροντα της μεσαίας τάξης, σκεπτικισμός απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Η πολιτική Τραμπ θα αποκαλυφθεί περισσότερο σε πρωτοβουλίες που θα πάρει σε ζητήματα διεθνούς εμπορίου.
Καθοριστικής σημασίας θα είναι η πολιτική του απέναντι στα δρώμενα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής για την οποία η διοίκηση Ομπάμα δέχεται σκληρή κριτική από τους γεωπολιτικούς αναλυτές.
Η ελληνική κυβέρνηση είδε από το αποτέλεσμα αυτό να τινάζεται στον αέρα η επένδυσή της σε μια αμερικάνικη ηγεσία που θα έλεγχαν οι Δημοκρατικοί. Εξ ου και η επίσκεψη Ομπάμα χάνει κάτι από τη λάμψη της. Ωστόσο, δεν είναι αργά να καταλάβει ότι η τάση που ξεκίνησε με το Brexit έχει και θα έχει συνέχεια. Ερχεται το ιταλικό δημοψήφισμα και ακολουθεί το βαρύ πυροβολικό που λέγεται Λεπέν.
Ολα αυτά δεν έχουν διαφορετικό παρονομαστή: την κοινωνική αποτυχία, δηλαδή, μιας πολιτικής που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’90, δημιούργησε χρηματοοικονομικές φούσκες και οδήγησε σε συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια πολύ λίγων.
Η γερμανική θεραπεία και αντίληψη έχει πολλά τρωτά σημεία, όπως αποδεικνύεται από την καθημερινή πραγματικότητα. Ειδικά δε το χρονικό ορόσημο του 2018 μπορεί να γίνει εφιάλτης αν αποτύχει και το τρέχον πρόγραμμα. Οχι επειδή θα φέρει το τέταρτο μνημόνιο, όπως ανέφερε -και- ο κ. Γιώργος Προβόπουλος σε συνέντευξή του την εβδομάδα που πέρασε, αλλά γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο, χειρότερο μνημόνιο χωρίς ουσιαστικές βοήθειες και με ιδιαίτερα επώδυνους όρους.
Αν μάλιστα η γερμανική ηγεσία, πέρα από όσα μας επαναλαμβάνει κατά καιρούς ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είχε περισσότερη σοβαρότητα θα είχε απορρίψει το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης με τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά μέτρα που η κοινωνία βρίσκει μπροστά της καθημερινά.
Δεν ξέρω, πάντως, αν ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου, ως νέος υπουργός Ανάπτυξης, θα μπορεί να συνεννοηθεί με το σύστημα Τραμπ ή να πείσει Αμερικανούς επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα. Κρατάω όμως την απόρριψη της λογικής του διπλού νομίσματος, την οποία στην τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Λεβί τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε ανέφερε με το λεγόμενο «fiscal currency», σε ελεύθερη μετάφραση δημοσιονομικό νόμισμα.
Οπως και να ‘χει, η πορεία της β’ αξιολόγησης είναι μονόδρομος. Το ποιος θα είναι στο τιμόνι της χώρας όταν κλείσει το τρέχον μνημόνιο είναι ένα κριτήριο που μπορεί να προσδιορίσει τις πολιτικές εξελίξεις.