© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μετά από δέκα χρόνια αποκλεισμού -ουσιαστικά- από τις διεθνείς αγορές, η ελληνική οικονομία ετοιμάζεται να πάρει ξανά στο χέρι το διαβατήριό της για έξοδο σε ένα ευνοϊκότερο καθεστώς δανεισμού.
Το 2023 ξεκινά με ευοίωνες προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Το αισιόδοξο σενάριο για την Ελλάδα προβλέπει ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ίσως και μέσα στο 1ο εξάμηνο τους έτους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι, πιο… δύσπιστοι αναλυτές, που βλέπουν τα καλά νέα να έρχονται μετά το καλοκαίρι. Αυτοί οι αναλυτές, βέβαια, βάζουν στο κάδρο τους κινδύνους και την πιθανότητα καθυστέρησης στον σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, η θετική εξέλιξη είναι ότι, δέκα χρόνια από την τελευταία -μεγάλη- αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (PSI), το 2012 (όταν βρεθήκαμε μπροστά στο καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας»), η οικονομία βρίσκεται ένα σκαλί πριν από την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, τουλάχιστον σε επίπεδο ΒΒΒ-. Μια κίνηση που θα «απελευθερώσει» τα κρατικά ομόλογα και θα δώσει μια επιπλέον ώθηση σε ξένες επενδύσεις που προορίζονται για τη χώρα μας αλλά τηρούν στάση αναμονής μέχρι να σταθεροποιηθεί η αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Τα ραντεβού
Θετικά για τον στόχο της ανάκτησης επενδυτικής βαθμίδας λειτουργούν η έξοδος της Ελλάδας από την ενισχυμένη εποπτεία και η πρόωρη αποπληρωμή δανείων προς το ΔΝΤ και διακρατικών από το πρώτο μνημόνιο ύψους 2,7 δισ. ευρώ. Στα «συν» και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει διασφαλίσει την αποπληρωμή του χρέους έως και το 2032, άρα δεν κινδυνεύει από πιστωτικό γεγονός, ενώ οι δανειακές ανάγκες για την αναχρηματοδότηση ομολόγων είναι χαμηλές αφού για το 2023 δεν ξεπερνούν τα 7 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι τα αφορά τα ραντεβού με τους οίκους αξιολόγησης που θα κρίνουν το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας, η αυλαία θα ανοίξει με τη Fitch, η οποία στις 14 Ιανουαρίου 2023 θα μεταδώσει το πρώτο στίγμα για την πορεία της ανάκαμψης, τις δημοσιονομικές προοπτικές και τη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους. Πιο σημαντικές θα είναι οι δύο επόμενες προγραμματισμένες αξιολογήσεις, αφού θα γίνουν μετά την ολοκλήρωση των εκλογών. Η δεύτερη αξιολόγηση της Ελλάδας από τον οίκο είναι προγραμματισμένη στις 8 Ιουλίου και η 3η στις 7 Οκτωβρίου, με πολλές προοπτικές να έχουμε σε κάποια από αυτές ή και στις δύο θετικά νέα για την επενδυτική βαθμίδα.
Σειρά θα πάρει ο καναδικός οίκος DBRS στις 10 Μαρτίου, η βαθμολογία του οποίου για την Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα στην κατηγορία «BB (high)» με «σταθερές προοπτικές». Το μεγάλο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η κίνηση που θα κάνει η Moody’s στις 17 Μαρτίου, εάν μετά τη «σιωπή» που επέδειξε στις φετινές αξιολογήσεις θα προχωρήσει σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η οποία σήμερα βρίσκεται τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική, στην κατηγορία «Ba3», σε σχέση με τους υπόλοιπους οίκους. Οι δεύτερες αξιολογήσεις της χώρας και από τους δύο οίκους τοποθετούνται χρονικά μέσα στον Σεπτέμβριο του 2023: στις 8 του μήνα, η DBRS και στις 15 η Moody’s. Μένει να φανεί αν αμέσως μετά το καλοκαίρι η DBRS θα είναι η πρώτη που θα αναβαθμίσει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.
Στις 21 Απριλίου θα ακουστεί η πρώτη ετυμηγορία από τη Standard & Poor’s και στις 20 Οκτωβρίου η δεύτερη και αυτό που επιθυμεί διακαώς η ελληνική πλευρά είναι να μην περάσουν «άπρακτα» τα δύο ραντεβού, καθώς όλες οι ελπίδες για αναβάθμιση βρίσκονται εκεί.
Θετικό βήμα
Πάντως η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ένα θετικό σήμα για την οικονομία, καθώς θα αλλάξει τη συμπεριφορά των επενδυτών που δίνουν προτεραιότητα σε υψηλής αξιολόγησης περιουσιακά στοιχεία. Το πιο σημαντικό, βέβαια, είναι ότι θα μειωθεί το spread των ελληνικών ομολόγων, άρα και το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, σε μια στιγμή που η αύξηση των επιτοκίων για την αναχαίτιση του υψηλού πληθωρισμού έχει κάνει τις αγορές ιδιαίτερα νευρικές.
Εκτός από την -έστω και οριακή- μείωση των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου, θα έχει θετική επίδραση και στην ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Μετά το αξιόχρεο του Δημοσίου, θα αναβαθμιστεί και η πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό σημαίνει φθηνότερο δανεισμό από τη διατραπεζική αγορά.
Πιο σημαντική ίσως για τις τράπεζες θα είναι η μείωση ή και ο μηδενισμός της έκπτωσης κατά περίπου 40% στην αξία των ομολόγων που κάνει η ΕΚΤ για να τα κάνει αποδεκτά ως ενέχυρα, για να δανείσει τις ελληνικές τράπεζες.
Και μπορεί με την κίνηση αυτή να ανοίξει ακόμα περισσότερο ο δρόμος της Ελλάδας προς τις διεθνείς αγορές, όμως το υπουργείο Οικονομικών έχει όλο το περιθώριο και τη χρηματική άνεση για να αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις στο πρόγραμμα δανεισμού. Το μεγάλο «όπλο» αυτή τη στιγμή είναι το ταμειακό μαξιλάρι των 40 δισ. ευρώ, το οποίο διατηρείται σε αυτά τα επίπεδα (παρά τα μέτρα στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις) λόγω των επιδόσεων της οικονομίας, που «ανατροφοδοτούν» τα κρατικά ταμεία. Η Ελλάδα δηλαδή δεν έχει το άγχος του νέου δανεισμού στον ίδιο βαθμό, όπως άλλες χώρες, ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο.
Μέσα στη χρονιά θα τρέξει και το εγχείρημα για τη χρηματοδότηση πράσινων έργων. Στον ΟΔΔΗΧ εξετάζουν τη δυνατότητα έκδοσης ενός πράσινου ομόλογου, 2-2,5 δισ. ευρώ, στη στρατηγική χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου για το 2023, υπό την προϋπόθεση αποκλιμάκωσης της κρίσης για να υπάρξει και σχετικό παράθυρο.
Διαβάστε ακόμη
Τι κρύβεται πίσω από το ράλι του χρυσού – Η χώρα που αγόρασε μυστικά 100 τόνους μέσα σε λίγες ημέρες