Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που παρά τα αξιοσημείωτα βήματα που έχουν γίνει την τελευταία τετραετία, παραμένει «χαίνουσα πληγή» της ελληνικής οικονομίας και σοβαρός ανασχετικός παράγοντας για την αναπτυξιακή της προοπτική, καθώς συνδέεται άμεσα με το «φρενάρισμα» των επενδύσεων, εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
Το μέγεθος της παραοικονομίας στη χώρα εκτιμάται στο 20,9% του ΑΕΠ σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Δηλαδή με το ΑΕΠ του 2023 σε τρέχουσες τιμές να έχει διαμορφωθεί σε 220,3 δισ. ευρώ, έναντι 206,6 δισ. το 2022 (αύξηση 6,6%), από 45-46 δισ. ευρώ και πλέον, υψηλότερα βεβαίως από τον μέσο όρο της ΕΕ και παρά το γεγονός ότι η χώρα κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών την τελευταία 20ετία. Άλλες εκτιμήσεις μάλιστα, ανεβάζουν ψηλότερα ακόμη και στο 30% του ΑΕΠ την έκταση της παραοικονομίας, δηλαδή κοντά στα 60 δισ.
Η Έκθεση
Η πρόσφατη Έκθεση της Κομισιόν «In depth review (IDR) Greece 2024» για τα τρωτά σημεία της ελληνικής οικονομίας αποδίδει ακριβώς στο μεγάλο μέγεθος της «σκιώδους οικονομίας» άμεση σχέση με την ασάφεια της εικόνας των αποταμιεύσεων. Που με τη σειρά τους, καθώς παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, αισθητά χαμηλότερα των άλλων χώρων της ΕΕ, αποτελούν σημαντικό παράγοντα που καθηλώνει αντίστοιχα τις επιχειρηματικές επενδύσεις, αποτελώντας σημαντικό «αγκάθι» για το ξεκλείδωμά τους.
Μπορεί η προσοχή πολλών να στρέφεται και στις άλλες επισημάνσεις της Έκθεσης, για το υψηλό δημόσιο χρέος, το σημαντικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την ανεργία, ωστόσο η διαπίστωση – ισχυρή σύσταση του report της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Επιτροπής δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεων:
«Η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ευπαθειών που συνδέονται με τη χαμηλή ιδιωτική αποταμίευση είναι απαραίτητη για τη στήριξη της αύξησης των επενδύσεων και, ως εκ τούτου, για τη διασφάλιση μιας ισορροπημένης πορείας οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Η καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών ήταν κατά μέσο όρο -2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-2022, πολύ χαμηλότερη από τους μέσους δείκτες που καταγράφηκαν στη ζώνη του ευρώ (3,6%) και στην ΕΕ (2,9%) την ίδια περίοδο».
Και προχωρεί: «Οι στατιστικές για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ενδέχεται να στρεβλωθούν από θέματα μέτρησης της δεσπόζουσας θέσης των πολύ μικρών επιχειρήσεων και της αυτοαπασχόλησης (οι εν λόγω οικονομικές οντότητες ενδέχεται να αναφέρουν την εταιρική τους δραστηριότητα ως δραστηριότητα νοικοκυριού) και από το σχετικά μεγάλο μέγεθος της παραοικονομίας, το οποίο εκτιμάται σε 20,9% του ΑΕΠ από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ωστόσο, οι συνολικές καθαρές αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) ήταν χαμηλές, κατά μέσο όρο -0,5% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 5,8% και 3,6% στη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ αντίστοιχα».
Το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στη χώρα μας συνδέεται με τον επίμονα υψηλό λόγο κατανάλωσης/ΑΕΠ, που είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ συνεχώς από το 2007. Την περίοδο 2017-2023 διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 16,1 και 16,3 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ πάνω από τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ αντίστοιχα και 8,6 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το επίπεδο των ομότιμων χωρών της Ελλάδας, δηλαδή Ιταλίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας.
Οι επενδύσεις
Υπενθυμίζει εξάλλου η Έκθεση ότι η μεγάλη υποχώρηση των επενδύσεων λόγω της πολύχρονης κρίσης (σ.σ. ο ΣΕΒ παλαιότερα υπολόγιζε το επενδυτικό κενό στα 100-120 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας), καθήλωσε σε χαμηλά επίπεδα την παραγωγικότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων από το 34% του ΑΕΠ το 2008 έφτασαν στο 13,4% του ΑΕΠ το 2019 και στο 15% του ΑΕΠ το 2022, παραμένοντας όμως περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον κοινοτικό μέσο όρο. Και αυτά, παρά την «έκρηξη» που γνώρισαν οι ΑΞΕ στη χώρα μας τη διετία 2021-22 στα 6,3 δισ. και 8,4 δισ. δολάρια διαδοχικά) για να «προσγειωθούν» πέρυσι στα 5,4 δισ., σε παράλληλο δρόμο με τη διεθνή γενική οικονομική επιδείνωση εξαιτίας πληθωριστικών πιέσεων και υψηλών επιτοκίων στο φόντο γεωπολιτικών αναστατώσεων.
Η ώθηση στην κατανάλωση
Από την άλλη, με τη σειρά της, η παραοικονομία λειτουργεί κατά πολλούς και «ευεργετικά», καθώς τροφοδοτεί ακριβώς την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η εξέλιξη της οποίας είναι κομβική για τη συνολική επίδοση της ελληνικής οικονομίας, καθώς διαχρονικά αντιπροσωπεύει περί τα 2/3 του ΑΕΠ της χώρας. Παράλληλα, όσο αληθινό είναι ότι η Ελλάδα είναι σε ονομαστικές τιμές, η χώρα στην ΕΕ με τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη, άλλο τόσο είναι δεδομένο ότι η μη καταγραφόμενη ώθηση που δίνει η παραοικονομία στην ιδιωτική κατανάλωση αλλάζει τα δεδομένα στο ΑΕΠ αλλά και για το πραγματικό επίπεδο της ποιότητας ζωής των Ελλήνων.
Η ελληνική οικονομία με 2,0% μεγέθυνση τελικά το 2023, συνεχίζει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης, η οποία πέρυσι αναπτύχθηκε με μόλις 0,5%. Με την ανάπτυξη σε μεγάλο βαθμό να προέρχεται από την συνεχιζόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,8%), συνεισφέροντας την 1,3 ποσοστιαία μονάδα από τις 2 της συνολικής ανάπτυξης, και επικουρικά της δημόσιας κατανάλωσης (+1,7%). Η συνεχιζόμενη άνοδος της απασχόλησης και οι νέες μισθολογικές αυξήσεις ενισχύουν τη ζήτηση, που βεβαίως πλήττεται από τις πληθωριστικές πιέσεις και το υψηλό κόστος του χρήματος, μετά τις αυξήσεις ρεκόρ των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Οι μεταρρυθμίσεις
Παρά την εν λόγω παράμετρο, είναι απόλυτη πεποίθηση της κυβέρνησης αλλά και των θεσμών, ότι ο κρίσιμος προωθητικός παράγοντας για την ανάπτυξη είναι επιμονή στην υλοποίηση δυναμικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως αυτών που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών και την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η αντιμετώπιση των εμποδίων για μεγαλύτερο ανταγωνισμό είναι «κλειδιά» για την αύξηση των επενδύσεων και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, και καθώς το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων, μάλλον συνιστά μονόδρομο η επισήμανση της ΤτΕ για την αναγκαία προτεραιότητα στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών, που θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.
Διαβάστε ακόμη
Πώς γλιτώσαμε το μπλακ άουτ το Πάσχα και γιατί θα συνεχιστούν οι περικοπές στην «πράσινη ενέργεια»
Μητσοτάκης στο protothema.gr: «Η Ελλάδα δεν είναι πρωταγωνίστρια στην ακρίβεια»
Ακίνητα: Χαμός στα συμβολαιογραφικά γραφεία με πάνω από 135.000 υποθέσεις μεταβιβάσεων
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ