Αν δεν κλείσει η αξιολόγηση, οι απώλειες αναμένεται να φτάσουν τα 4 δισ., όσο δηλαδή και τα μέτρα που απαιτούν άμεσα οι δανειστές
Του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Οι δύσκολες στιγμές του καλοκαιριού του 2015 ξυπνούν στην αγορά εξαιτίας της παρατεινόμενης αγωνίας που προκαλείται από την αργοπορία ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Η μακρά διαπραγμάτευση και τα προβλήματα που αυτή προκαλεί στην πραγματική οικονομία, σε συνδυασμό με τη ραγδαία επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος λόγω της αύξησης των έμμεσων φόρων σε σειρά βασικών ειδών από τις αρχές του έτους, αλλά και η πολιτική συγκράτησης των δημοσίων δαπανών που υπαγορεύει να μην πληρώνονται ακόμα και οι πιο βασικές προμήθειες ή υπηρεσίες από την πλευρά υπουργείων και άλλων κρατικών φορέων δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλίμα. Στέλνοντας σαφές μήνυμα αγωνίας ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, αναφέρει: «Ακούμε για τη διαπραγμάτευση που είναι σε εξέλιξη. Διαβάζουμε για μέτρα και αντίμετρα που είναι στο τραπέζι του διαλόγου. Κυβερνητικά στελέχη τονίζουν τη σθεναρή στάση που επιδεικνύουν απέναντι στους δανειστές. Η σκληρή πραγματικότητα όμως είναι μία. Η αβεβαιότητα για την ελληνική οικονομία παραμένει, και μαζί της οι επαπειλούμενοι κίνδυνοι για την επιβίωση εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων αλλά και για το μέλλον της χώρας.
Οποιος κινείται στην αγορά καταλαβαίνει πολύ τι εννοώ. Αντί να συζητάμε για την εφαρμογή μιας αναπτυξιακής πολιτικής που θα βοηθήσει στην επανεκκίνηση της οικονομίας, περιμένουμε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης χωρίς να κάνουμε το παραμικρό. Αυτή η στασιμότητα όμως είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Οφείλουμε όλοι να γνωρίζουμε ότι η οικονομία εμπεριέχει μία δυναμική. Δηλαδή το χρήμα πρέπει να γυρίζει, να αλλάζει χέρια, να γίνονται επενδύσεις, να ανοίγουν δουλειές. Οσο δεν γίνονται αυτά, ειδικά σε μία οικονομία που είναι στην Eντατική, τότε όχι μόνο δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη, αλλά ούτε καν για στοιχειώδη λειτουργία όσων επιχειρήσεων έχουν αντέξει έως τώρα». Και όντως η τροπή που παίρνουν τα πράγματα είναι αρνητική εδώ και περίπου ενάμιση μήνα.
Τα πρώτα μηνύματα ήρθαν από την κατανάλωση. Η αρνητική πορεία μιας σειράς κλάδων που θα στερήσουν σημαντικά έσοδα από τα κρατικά ταμεία αφορά τόσο τις λανθασμένες, όπως αποδεικνύεται, αυξήσεις των έμμεσων φόρων από 1/1/2017 όσο και το κλίμα καταναλωτικής δυσπιστίας απέναντι σε μια διαπραγματευτική διαδικασία που μένει σε εκκρεμότητα και όφειλε να είχε ολοκληρωθεί στα τέλη του 2016. Για του λόγου το αληθές, η αγορά τσιγάρων μετράει απώλειες της τάξης του 22%, με τους καταναλωτές να στρέφονται στα λαθραία προϊόντα, ο κλάδος των τροφίμων κινείται πτωτικά κατά 3%-7%, με συγκεκριμένες κατηγορίες να παρουσιάζουν διψήφια κάμψη, ενώ ακόμα και ο καφές για πρώτη φορά παρουσιάζει δείγματα στροφής των καταναλωτών σε λαθραία προϊόντα, κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί ποτέ στο παρελθόν και φυσικά είναι ενδεικτικό της πίεσης την οποία υφίστανται οι περισσότεροι πολίτες.
Ηδη η μείωση της κατανάλωσης στον καφέ φτάνει το 10%- 15%. Και αυτό ενώ ήδη λαθρεμπορικά βαλκανικά κυκλώματα λυμαίνονται τον χώρο. Σύμφωνα πάντως με εκτιμήσεις λιανεμπόρων, αν δεν υπάρξει άμεση αλλαγή πολιτικού σκηνικού και κλείσιμο της αξιολόγησης, πιθανότατα οι απώλειες για την αγορά θα είναι περίπου στο ύψος των μέτρων που οι δανειστές απαιτούν άμεσα να ληφθούν. Δηλαδή από τις απώλειες ανά κλάδο θα χαθούν περί τα 4 δισ. ευρώ, ποσό που θα έχει πολλαπλή αντανάκλαση στην οικονομική ζωή και τα δημόσια έσοδα του τόπου. Η απώλεια αυτή θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις εάν η χώρα πάει με αυτό το κακό κλίμα στην πασχαλινή εορταστική περίοδο, με πτώση της κατανάλωσης και περαιτέρω εκροή καταθέσεων υπό τον φόβο κατάρρευσης της συμφωνίας.
Ο κ. Χατζηθεοδοσίου ξεκαθαρίζει λοιπόν ότι «τα πράγματα είναι απλά. Να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση για να ξαναπάρει μπρος η ελληνική οικονομία και να σταματήσουν οι Κασσάνδρες εκτός των συνόρων που ξαναμιλάνε για Grexit. Να εφαρμοστούν αντίμετρα που θα έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα και όχι απλώς για να ικανοποιηθούν κάποια κομματικά ακροατήρια». Και συμπληρώνει: «Χρειάζεται ουσιαστική ενίσχυση των επιχειρήσεων, με συγκεκριμένα μέτρα και με επανυπολογισμό φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων. Νομοθέτηση ρυθμίσεων που θα επιτρέπουν τη συνέχεια της λειτουργίας των επιχειρήσεων που έχουν πλάνο βιωσιμότητας, περαιτέρω συμμάζεμα του Δημοσίου, έμφαση στην προώθηση ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού, στήριξη του πρωτογενούς τομέα και του τουρισμού. Και βεβαίως να μπει ένα φρένο στη φαγωμάρα μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, καθώς με λύπη παρατηρώ ότι συνεχίζεται η προσπάθεια διχασμού, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τη χώρα. Εκτός αν για κάποιους μετράει περισσότερο η παραμονή σε μία υπουργική καρέκλα ή η κατάληψή της, έστω και σε πτωχευμένο κράτος, από την πρόοδο ενός ολόκληρου λαού».
Στάση πληρωμών στο κράτος – Νέα χρέη 1,5 δισ. ευρώ
Την ώρα όμως που η αγορά ζητάει τα παραπάνω, πολλές είναι οι καθυστερήσεις πληρωμών συμβάσεων επιχειρήσεων και προμηθευτών του Δημοσίου. Ηδη το πρόβλημα είναι μείζον στα υπουργεία Οικονομίας, Τουρισμού και Υγείας, με επιχειρήσεις να επιλέγουν να λύουν μόνες τις συμβάσεις τους από το να παραμένουν σε δραστηριότητες που δεσμεύουν για αυτές ανθρώπινους πόρους και υλικοτεχνικά μέσα.
Οπως καταγγέλλουν στο «business stories» επιχειρήσεις φύλαξης και καθαρισμού κτιριακών υποδομών του Δημοσίου, «ενδεικτικά αναφέρουμε ότι έχουμε υπογράψει σύμβαση με το υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης & Τουρισμού από τον Αύγουστο του 2016 και δεν έχουμε εισπράξει ούτε ένα ευρώ έως και σήμερα». Σε άλλη περίπτωση, για την οποία διαθέτουμε στοιχεία, σε σύμβαση με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΚΔΑ) υπάρχει επίσης σημαντική καθυστέρηση καθότι η πληρωμή του έργου έχει σταματήσει τον Νοέμβριο του 2016.
Αντίστοιχες καθυστερήσεις υπάρχουν και σε συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τις υπηρεσίες φύλαξης. Και βέβαια, όπως αναφέρεται από στελέχη εταιρειών που δεν πληρώνει το κράτος, «οι παραπάνω καθυστερήσεις οδηγούν σε ασφυξία. Yποχρεώσεις οικονομικής φύσεως που αφορούν τη φορολόγηση, τις ασφαλιστικές εισφορές, τη μισθοδοσία των εργαζομένων, την προμήθεια υλικών κ.λπ. είναι αδύνατο να διεκπεραιωθούν καθιστώντας τη βιωσιμότητά μας εξαιρετικά δύσκολη».
Οι ενδείξεις ότι το Ελληνικό Δημόσιο ακολουθεί μια πολιτική συγκράτησης των δαπανών του, οδηγώντας στη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών, είναι πλέον δεκάδες. Πληροφορίες αναφέρουν ότι από τις αρχές του χρόνου έχουν δημιουργηθεί νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου σε ιδιώτες ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ, ενώ υπάρχουν περιθώρια να αυξηθεί το ποσό αυτό περαιτέρω, κατά 1,5 δισ. ευρώ, έως τον Ιούνιο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τον Ιανουάριο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου είχαν αυξηθεί περίπου κατά 300 εκατ. ευρώ, φτάνοντας τα 3,6 δισ. ευρώ.
Τους τελευταίους μήνες του 2016 είχε σημειωθεί υποχώρηση των ληξιπρόθεσμων. Τον Ιανουάριο, όμως, πληρώθηκαν μόνο 78 εκατ. ευρώ ληξιπρόθεσμες, όπως έδειξαν τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος. Από τη δική του πλευρά ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων, Κωνσταντίνος Μίχαλος, ξεκαθάρισε ότι «είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει το ταχύτερο δυνατόν ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας που δεν θα προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία. Και για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος θα πρέπει όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να συμφωνήσουν σε βασικά ζητήματα και να τα θέσουν από κοινού στους εταίρους και δανειστές».
Ο πρόεδρος της ΕΒΕΠ-ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης με τη σειρά του αναφέρει: «Απ’ ό,τι φαίνεται, η συμφωνία θα κλείσει και πάλι σταδιακά με υποδόσεις και με μέτρα για τη διετία 2018-19, ενώ τα αντίμετρα θα περιμένουν για μετά το 2019, και βεβαίως εφόσον διατηρηθούν θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα. Μέχρι τότε το μαρτύριο της σταγόνας για την πραγματική οικονομία, δυστυχώς, θα συνεχίζεται με θύματα τους μικρομεσαίους της ελληνικής αγοράς».
*Αναδημοσίευση από το Business Stories (26-3-2017)