Το ελληνικό χρέος στο επίκεντρο της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, με το δημοσίευμα να επισημαίνει πως «υπήρξε η πιο ακριβή διάσωση στη διεθνή οικονομική ιστορία. Με πιστώσεις 289 δισεκατομμυρίων ευρώ, Ευρωζώνη και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έσωσαν την Ελλάδα από την χρεοκοπία την περίοδο 2010 – 2018. Με αποτέλεσμα η Ελλάδα να επωμίζεται σήμερα το υψηλότερο χρέος από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ», γράφει η Handelsblatt με τίτλο «Το ελληνικό χρέος σε τροχιά συρρίκνωσης»
Η οικονομική εφημερίδα παρατηρεί σε ανταπόκριση από την Αθήνα: «Η Ελλάδα στέκεται ξανά οικονομικά στα πόδια της έτσι ώστε ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης είναι σε θέση να αποπληρώσει χρέη νωρίτερα από ότι προβλέπει το χρονοδιάγραμμα. Τις επόμενες εβδομάδες θα εμβάσει περίπου 2,6 δις ευρώ σε χώρες της Ευρωζώνης. Τα χρήματα για την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων προέρχονται από αυξημένα φορολογικά έσοδα. Τους πρώτους οκτώ μήνες του 2023 τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου ήταν 3,2 δις ευρώ πάνω από τα αναμενόμενα. Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει ταμειακό απόθεμα περίπου 35 δισ. ευρώ.
Όχι μόνο χάρη στις πρόωρες αποπληρωμές, αλλά κυρίως λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά την τελευταία τριετία την αναλογία του χρέους επί του ΑΕΠ. Το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,4% το 2021 και κατά επιπλέον 5,9% το 2022. Για το τρέχον έτος η Αθήνα προβλέπει αύξηση κατά 2,3%, ενώ το 2024 αναμένει ανάπτυξη 3%. Αντιστοίχως μειώθηκε το ποσοστό του χρέους από το 206,3% το έτος της πανδημίας 2020 και στο 171,3% στα τέλη του 2022. Μέχρι το τέλος του 2023 το χρέος αναμένεται να περιοριστεί στο 162,6%.
Η σημαντικότερη προϋπόθεση για να συνεχιστεί η μείωση του ελληνικού χρέους είναι, εκτός από την οικονομική ανάπτυξη, η δημοσιονομική πειθαρχία. Στόχος είναι μέχρι το 2026, η αναλογία χρέους – ΑΕΠ να μειωθεί στο 135,2%. Αν επιτευχθεί αυτό, η Ελλάδα θα παραδώσει τη σκυτάλη της πρωταθλήτριας χώρας, ως προς το πανευρωπαϊκά υψηλότερο δημόσιο χρέος, στην Ιταλία, η οποία, βάσει του δικού της προγράμματος δημοσιονομικής σταθερότητας θα έχει χρέος το 2026 στο 140,4%».
Διαβάστε τη συνέχεια στη DW