«Μπορεί ο βασικός στόχος θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού να είναι η προστασία ενός τμήματος της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση, το ύψος του όμως στη χώρα μας και η μόλις 2% αύξηση που ανακοίνωσε σήμερα ο πρωθυπουργός, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης», τονίζει σε ανακοίνωση της η ΓΣΕΕ.
Η οριακή αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα από 1.1.2022, δεν ενισχύει σε καμία περίπτωση την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δεν βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δεν μειώνει την ανασφάλεια και επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας, αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση.
Η ΓΣΕΕ έχει τεκμηριώσει μέσω του Ινστιτούτου Εργασίας της Συνομοσπονδίας το αίτημά της για την αναγκαιότητα άμεσης επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια της προσαρμογής του στο 60% του διαμέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ, με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, η αύξηση των 13 ευρώ, την οποία αποφάσισε η κυβέρνηση, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
«Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας κρίνουν κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών τους την απόφαση της κυβέρνησης. Σε μια κρίσιμη για αυτούς περίοδο λόγω και της πανδημίας -και μετά από 11 συνεχή χρόνια μνημονίων και σκληρών δημοσιονομικών μέτρων- χρειάζονται την ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων και της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας», καταλήγει η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ.
Καρανίκας: Να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές
«Η κυβέρνηση, με τη σημερινή της απόφαση για τον κατώτατο μισθό, έδειξε ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα εύλογα επιχειρήματα των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων, “παγώνοντας” καταρχήν οποιαδήποτε μεταβολή για το τρέχον έτος», αναφέρει σε δήλωσή του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας.
«Για να μην υπάρξουν, ωστόσο, επιπτώσεις στη λειτουργία της επιχειρηματικότητας αμέσως μετά την πανδημία, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι και η προβλεπόμενη από 1-1-2022 αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό θα αντισταθμιστεί από αντίστοιχες παροχές προς τις επιχειρήσεις, όπως είναι οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών ή/και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών.
»Μην ξεχνάμε ότι μετράμε ακόμα τον χρόνο “ανάρρωσης” της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας από τις έως τώρα σφοδρές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, η εξέλιξη της οποίας ακόμα δεν μπορεί να προβλεφθεί, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί από τον Μάρτιο του 2020.
»Με την ελπίδα λοιπόν, στις 31 Δεκεμβρίου όλες οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να καλύψουν την αύξηση 2% στις ελάχιστες αποδοχές, η ΕΣΕΕ επαναλαμβάνει την πάγια θέση της ότι ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού πρέπει να αποτελεί αποφασιστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων. Καλούμε λοιπόν την κυβέρνηση, εφόσον το 2022 είναι πράγματι έτος ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία, να δρομολογήσει την ίδια χρονιά την επαναφορά του δικαιώματος αυτού εντός του πλαισίου διαβούλευσης για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση».
Διαβάστε ακόμη
BofA: Υψηλά περιθώρια ανόδου για τις τράπεζες
Κατώτατος μισθός: Πόσο κοστίζει η αύξησή του στους εργοδότες (πίνακας)