Σε διαρκή υπόμνηση προς κόμματα και κοινωνία, ότι η ενεργειακή κρίση δεν προσφέρεται για να μετατραπεί σε πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού και πλειοδοσίας, αναδεικνύεται και πάλι η νέα Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, την οποία δημοσιοποίησε την Πέμπτη ο Συντονιστής της επιστημονικής ομάδας, κύριος Φραγκίσκος Κουτεντάκτης.
Η Έκθεση βάζει μάλιστα «φρένο» και σε αξιώσεις για οριζόντια μέτρα στήριξης (όπως για μείωση του Ειδικού Φόρου Καυσίμων) καθώς τονίζει ότι «τα όποια μέτρα εισοδηματικής στήριξης θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και να χρηματοδοτούνται από πρόσθετα τρέχοντα έσοδα, ώστε να μην επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος».
«Οι μέχρι σήμερα παρεμβάσεις, όπως και εκείνες στην περίοδο της πανδημίας, μετέθεσαν το κόστος αποκλειστικά στο κράτος, δηλαδή τους συνεπείς φορολογούμενους, σημερινούς και μελλοντικούς. Οι πρόσφατες αποφάσεις για φορολόγηση των έκτακτων κερδών και η επιβολή πλαφόν στις τιμές χονδρικής πώλησης του ρεύματος (από τον Ιούλιο) σηματοδοτούν αλλαγή κατεύθυνσης που μεταφέρει μέρος του κόστους των παρεμβάσεων στους παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος. Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια γενικευμένων παρεμβάσεων – όπως στην περίοδο της πανδημίας – καθώς θα επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση και θα καταστήσουν τη χώρα μας ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές» τονίζει η Εκθεση.
Προειδοποιεί δε για μια σειρά αβεβαιότητες και κινδύνους, τονίζοντας ότι «η απαρέγκλιτη τήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι αναγκαία συνθήκη για να αποφύγει η χώρα μας τις χειρότερες συνέπειες της διεθνούς οικονομικής αστάθειας».
Σύμφωνα με την Έκθεση, «οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία καθορίζονται από τις συνθήκες της διεθνούς οικονομίας που είναι ανησυχητικές εξαιτίας τριών, τουλάχιστον, παραγόντων: το αυξημένο κόστος ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και την γεωπολιτική αστάθεια, ο συνδυασμός των οποίων εντείνει την οικονομική αβεβαιότητα. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα, με τη σειρά της, θα επηρεάσει την αντίληψη του κινδύνου και κατά συνέπεια τις κινήσεις κεφαλαίων που χρηματοδοτούν τόσο τις ιδιωτικές επενδύσεις όσο και τον δημόσιο δανεισμό, ενώ παράλληλα ενδέχεται να οδηγήσει και σε αναβολή καταναλωτικών αποφάσεων».
Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την Έκθεση:
- Η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό ετήσιας μεγέθυνσης 7% στο πρώτο τρίμηνο του έτους, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (5,4%).
- Το ποσοστό ανεργίας του Απριλίου είναι σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (12,5% από 17,2%) καθώς η απασχόληση κατέγραψε εντυπωσιακή αύξηση κατά 10,8%.
Από την άλλη πλευρά:
- ο δείκτης μισθολογικού κόστους στο πρώτο τρίμηνο του έτους μειώθηκε κατά 1,9% σε σχέση με πέρυσι
- το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχεδόν δυόμιση φορές υψηλότερο από το πρώτο τρίμηνο του 2021 (6,4 δις από 2,6 δις)
- ο πληθωρισμός αυξάνεται συστηματικά καθώς τον Μάιο ο εναρμονισμένος δείκτης έφτασε το 10,5% και ο εθνικός δείκτης το 11,3%.
Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του πρώτου τετραμήνου δείχνουν σαφώς βελτιωμένη εικόνα του πρωτογενούς αποτελέσματος Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του προηγούμενου έτους, κατά 5,4 δις ευρώ, που οφείλεται κυρίως στην άρση των έκτακτων μέτρων για την πανδημία, αλλά και στην αύξηση των φορολογικών εσόδων (κυρίως ΦΠΑ) εξαιτίας του πληθωρισμού.
Παράλληλα, ο λόγος δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ συνεχίζει την πτωτική του πορεία εξαιτίας της σημαντικής ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ, λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού.
Οι εξελίξεις αυτές,σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθέντων δεσμεύσεων, είχαν ως αποτέλεσμα την απόφαση εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, που παραμένει ένα επίπεδο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι Συντάκτες της Έκθεσης πάντως, αναμένον οικονομική επιβράδυνση από το δεύτερο τρίμηνο του έτους «η έκταση της οποίας θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την επίδοση του τουρισμού, τον βαθμό ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, την επίπτωση του αυξημένου κόστους ενέργειας και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τονίζεται αφενός η απουσία κάποιας συντονισμένης δράσης για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους – κάτι που θα έπρεπε να συνοδεύει τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας – και αφετέρου δυο σημαντικές αποφάσεις που αλλάζουν το δημοσιονομικό τοπίο:
- η παράταση της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας για το 2023 και
- η προγραμματισμένη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο (με προοπτική περαιτέρω αυξήσεων).
Η πρώτη απόφαση διευκολύνει τις εθνικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την κάλυψη του αυξημένου ενεργειακού κόστους, δεν πρέπει όμως να προκαλέσει εφησυχασμό. Είχαμε τονίσει στην έκθεση Δ τριμήνου 2021 ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν προκύπτουν από πολιτικές αποφάσεις αλλά από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Όπως άλλωστε αναφέρει και η σχετική απόφαση, οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές και να φροντίζουν ώστε ο ρυθμός αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δημόσιων δαπανών να είναι χαμηλότερος από τον μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ.
Όσον αφορά όμως τη δεύτερη απόφαση, συνιστά αναστροφή της μέχρι τώρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και έχει ήδη προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις στις αποδόσεις των ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών τίτλων.
Ωστόσο, η επίπτωση στις δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους θα είναι περιορισμένη και σταδιακή, καθώς το σύνολό του σχεδόν είναι σε σταθερά επιτόκια και μόλις το ένα τέταρτο του χρέους είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να διαφεύγει η επίπτωση των αυξημένων επιτοκίων στον ιδιωτικό δανεισμό που παρότι δεν έχει άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες, ενδέχεται να υπονομεύσει την οικονομική βιωσιμότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Επισημαίνονται πάντως οι ειδικές παρεμβάσεις που προγραμματίζονται για τα ομόλογα των χωρών του Νότου με σκοπό να περιορίσουν τις αποκλίσεις και να αποτρέψουν μεγάλες αυξήσεις των αποδόσεων και του κόστους δανεισμού. Ωστόσο δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες αυτών των παρεμβάσεων, αλλά εικάζεται ότι θα συνοδεύονται από προϋποθέσεις και εκπλήρωση συγκεκριμένων κριτηρίων.
Διαβάστε ακόμη:
«Μπουμ» από τον Ρέι Ντάλιο – Διπλασιάζει στα $10,5 δισ. το σορτάρισμα των ευρωπαϊκών μετοχών
Ποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις καλύτερες πόλεις για να ζεις