Ως μείγμα υπερβολικής λιτότητας, υψηλών πλεονασμάτων και χαμηλής ανάπτυξης χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό για το 2018 το αρμόδιο Γραφείο της Βουλής στη νέα του έκθεση.
Όπως αναφέρει, με το Σχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2018 η Κυβέρνηση εκφράζει την επιθυμία να είναι «συνεπής στις δεσμεύσεις της τόσο απέναντι στους Έλληνες πολίτες όσο και απέναντι στους εταίρους της και συνεχίζει στο δρόμο της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης με κοινωνική δικαιοσύνη», ενώ αναφέρεται επίσης ότι το 2018 «θα σηματοδοτήσει την επιτυχή έξοδο της χώρας από μια μακρά περίοδο προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής».
Η διατύπωση αυτή επιβεβαιώνει τη βούληση της κυβέρνησης (κυρίως του οικονομικού πυρήνα της) να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής (τρίτο Μνημόνιο όπως επικαιροποιήθηκε τον Ιούλιο 2017).
Ωστόσο η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων» επισημαίνεται στην εισαγωγή της έκθεσης για να συνεχίσει: «Προφανώς συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη. Όμως επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου».
Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων δεν θα είναι εύκολη ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα εισέλθουμε στο 2018 με τακτοποιημένες τις σχέσεις μας με τους θεσμούς, τονίζει η έκθεση συμπληρώνοντας ότι στην πλευρά των δαπανών, αβεβαιότητες πηγάζουν από τον βαθμό πραγματοποίησης δαπανών που εκκρεμούν (π.χ. αποπληρωμής συντάξεων), την πορεία του προγράμματος επενδύσεων κ.α.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Προϋπολογισμού, στόχος είναι να συζευχθεί η δημοσιονομική υπευθυνότητα με κοινωνική δικαιοσύνη. Με τη διπλωματική διατύπωση υπευθυνότητα, εννοείται η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Όπως όμως έχει υποστηριχθεί, ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Επίσης, η επιστημονική επιτροπή αμφισβητεί και τη δυνατότητα άσκησης κοινωνικής πολιτικής υπογραμμίζοντας «τη γενική στόχευση ως προς την κοινωνική διάσταση υπηρετεί μεν η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος», αλλά αυτήν ακριβώς αντιστρατεύονται άλλα μέτρα που προβλέπει το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού (π.χ. η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, ειδικά όσο οι έμμεσοι φόροι δεν χρηματοδοτούν αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά, η μείωση του επιδόματος θέρμανσης κ.α. Επομένως το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού αδυνατίζει εν μέρει το σχετικό επιχείρημα».