Η μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης φέτος, με προοπτική πλήρους κατάργησής της το 2021, και η ταχύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αντί για την περαιτέρω μείωση του φόρου των επιχειρήσεων, είναι τα δύο μέτρα τόνωσης του εισοδήματος των μισθωτών της μεσαίας τάξης που σχεδιάζει η κυβέρνηση, όπως προέκυψε από τη χθεσινή συνέντευξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Alpha και τον Αντώνη Σρόιτερ.
Ο πρωθυπουργός δήλωσε βέβαιος ότι θα υπάρξει φέτος πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που θα επιτρέψει τη μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, την οποία χαρακτήρισε «εν πολλοίς άδικο φόρο, έτσι όπως έχει διαρθρωθεί», καθώς, όπως είπε, «επιβαρύνει υπερβολικά τη μεσαία τάξη και τα υψηλότερα εισοδήματα». Ο κ. Μητσοτάκης έκανε και ένα μεγάλο βήμα παραπέρα, μιλώντας για πλήρη κατάργηση της εισφοράς το 2021, δηλαδή δύο χρόνια νωρίτερα από την προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας: «Πιστεύω ότι μπορούμε και εντός του 2021 να καταργηθεί πλήρως, εφόσον η οικονομία εξακολουθεί να πηγαίνει τόσο καλά όσο πιστεύουμε ότι θα πάει».
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ και αποφέρει στα δημόσια ταμεία περί τα 1,2 δισ. ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εξετάζει διάφορα σενάρια ως προς το ύψος της μείωσής της, σε συνάρτηση με τον δημοσιονομικό χώρο που θα εκτιμηθεί ότι είναι διαθέσιμος τον Μάιο. Το μέτρο-ανάσα είναι πιθανό να έχει ακόμα και αναδρομική ισχύ, ώστε να καλύψει και τα περυσινά εισοδήματα.
Το δεύτερο μέτρο που ανέφερε ο πρωθυπουργός, και το οποίο είναι ταυτοχρόνως ευεργετικό για τους μισθωτούς αλλά και για τις επιχειρήσεις, είναι η ταχύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Ο υφιστάμενος σχεδιασμός του υπουργείου Εργασίας προβλέπει τη μείωσή τους κατά 0,9% από τον προσεχή Ιούλιο και το συνολικό ψαλίδισμά τους κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε μια τετραετία (από 41% το 2020 σε 36% το 2023), με συνολικό δημοσιονομικό κόστος 1,35 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 565 εκατ. ευρώ την πρώτη διετία.
Το χρονοδιάγραμμα αυτό, όπως όλα δείχνουν, θα συντμηθεί και η κυβέρνηση θα προτιμήσει τη γρηγορότερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αντί για την περαιτέρω μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 24% στο 20% για τα φετινά κέρδη τους (με δημοσιονομικό κόστος 540 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2021). Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ευνοεί τους εργαζόμενους και όλες τις επιχειρήσεις, μειώνοντας το μη μισθολογικό κόστος τους, ενώ η μείωση του φορολογικού συντελεστή των νομικών προσώπων ωφελεί μόνο τις (λιγοστές) κερδοφόρες επιχειρήσεις.
«Η φορολόγηση στη μισθωτή εργασία παραμένει αναλογικά υψηλή. Θα ζυγίσουμε εάν χρειάζεται η πρόσθετη μείωση φόρου στις επιχειρήσεις από το 24% στο 20% και, αν κρίνουμε ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο για να μειώσουμε ακόμα πιο επιθετικά τη φορολόγηση στην εργασία, ενδεχομένως να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης.
Βεβαίως, οι σχεδιασμοί αυτοί εξαρτώνται από την πορεία της οικονομίας, ενώ ιδίως ό,τι έχει να κάνει με το 2021 προϋποθέτει τη μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. «Η δυνατότητα για τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης θα προκύψει από την απόδοση της οικονομίας και τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, την οποία είμαι σίγουρος ότι θα πετύχουμε», δήλωσε ο πρωθυπουργός, που τόνισε ότι η κυβέρνηση υλοποίησε όλα όσα είχε δεσμευτεί προεκλογικά και εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι «η ανάπτυξη το 2020 θα μας εκπλήξει, θα είναι στο 3%».