«Εφιάλτες» προκαλούν στους κεντρικούς τραπεζίτες της ευρωζώνης οι εξελίξεις στο μέτωπο της ενέργειας ενόψει των αποφάσεων για αύξηση των επιτοκίων που αναμένεται να ανακοινωθούν την επόμενη Πέμπτη.
Οι διαταραχές στις ροές φυσικού αερίου και η μεγάλη άνοδος των προθεσμιακών τιμών στην αγορά χονδρικής ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις και αυξάνουν τις πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει σε μεγάλη αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να επιβραδύνει την άνοδο των τιμών.
Η αύξηση του επιτοκίου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα θεωρείται δεδομένη, αλλά πλειάδα αναλυτών και οικονομολόγων επιμένουν ότι χρειάζεται μεγαλύτερη αύξηση, κατά 0,75 της μονάδας, κίνηση που δεν έχει ξαναγίνει, με εξαίρεση μια τεχνικού χαρακτήρα προσαρμογή που είχε γίνει το 1999 λίγες μέρες μετά το λανσάρισμα του ευρωνομίσματος.
Η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (FED) έχει ήδη προχωρήσει σε τέσσερις αυξήσεις με τις δύο τελευταίες να φτάνουν το 0,75 της μονάδας η κάθε μία, με αποτέλεσμα τα επιτόκιά της να βρίσκονται ήδη στο 2,25-2,50%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2019.
H EKT προχώρησε σε αύξηση μισής μονάδας τον Ιούλιο και το βασικό επιτόκιο «βαρόμετρο» με το οποίο δέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες ανέβηκε από το -0,5% (αρνητικό) στο μηδέν.
Η διαφορά επιτοκίου είναι ένας από τους λόγους της υποχώρησης του ευρώ έναντι του δολαρίου, καθώς τα κεφάλαια φεύγουν από το ευρωπαϊκό νόμισμα και κατευθύνονται στο αμερικανικό.
Η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο έχει φτάσει σε χαμηλά 20ετίας, στο ένα προς ένα (έπεσε και χαμηλότερα πρόσκαιρα) και οι περισσότερες προβλέψεις κάνουν λόγο για ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, καθώς όλοι οι «οιωνοί» δείχνουν ότι τα προβλήματα της Ευρώπης θα εξακολουθήσουν να υφίστανται, εάν δεν οξυνθούν.
Η υποτίμηση του ευρώ ανατροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις, καθώς τα εισαγόμενα αγαθά ακριβαίνουν, κυρίως η ενέργεια που κατά μεγάλο μέρος πληρώνεται σε -ακριβότερα- δολάρια.
Από την άλλη πλευρά, το κλασικό πλεονέκτημα που δίνει μια υποτίμηση στις εξαγωγές -καθώς τις καθιστά φθηνότερες- ξεθωριάζει, δεδομένου ότι η παραγωγή επιβαρύνεται από το αυξημένο κόστος ενέργειας, αλλά και την έλλειψη πρώτων υλών που παρουσιάζεται διεθνώς λόγω των διαταραχών στην προσφορά που έχει προκαλέσει αρχικά η πανδημία και στη συνέχεια ο πόλεμος.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Γερμανία, η περίφημη εξαγωγική μηχανή της οποίας έχει πληγεί από τον «δηλητηριώδη» συνδυασμό ακριβής ενέργειας και έλλειψης πρώτων υλών, με αποτέλεσμα το εμπορικό πλεόνασμά της να έχει μειωθεί στα 4,9 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2022 από 17,8 δισ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υπολογίζεται ότι διαμορφώθηκε στο 9,1% τον περασμένο Αύγουστο (με βάση τα προσωρινά στοιχεία), από 8,9% τον Ιούλιο, ενώ στις ΗΠΑ, τον Ιούλιο είχε πέσει στο 8,5% από 9,1 τον προηγούμενο μήνα.
Οι εξελίξεις στην αγορά φυσικού αερίου, μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας από την Gazprom, η οποία επικαλέστηκε τεχνικούς λόγους, αναζωπύρωσαν τους φόβους για ενεργειακές ελλείψεις και ακρίβεια στην Ευρώπη, τη στιγμή που οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα πέσει σε ύφεση για τουλάχιστον δύο συνεχόμενα τρίμηνα.
Ένα τέτοιο περιβάλλον καθιστά τις κινήσεις της ΕΚΤ δίκοπο μαχαίρι, καθώς η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα ενώ είναι αμφίβολο ότι θα καταφέρει να σταματήσει την πληθωρισμό. Και τούτο διότι τα όποια οφέλη στο μέτωπο του πληθωρισμού πιθανότατα θα εξανεμιστούν από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος.
Στο πλαίσιο αυτό, τραπεζικές πηγές επισημαίνουν ότι τελικά το εάν η αύξηση επιτοκίου θα είναι μισή μονάδα ή 0,75 της μονάδας μικρή σημασία έχει τελικά, δεδομένου ότι με πληθωρισμό 9,1% το πραγματικό επιτόκιο είναι τόσο αρνητικό που η αύξηση μικρή σημασία θα έχει.
Οι ίδιες πηγές επισήμαιναν ότι η διαφωνία ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς της ευρωζώνης που υποστηρίζουν τη μεγάλη αύξηση (κατά 0,75 της μονάδας) και εκείνους που τάσσονται υπέρ της μικρής αύξησης (κατά μισή μονάδα) μεταξύ των οποίων και η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ, είναι περισσότερο για τα προσχήματα.
Και τούτο διότι στην πραγματικότητα η ΕΚΤ «πιάστηκε» στον ύπνο καθώς υποτίμησε το μέγεθος και τη διάρκεια του πληθωριστικού φαινομένου -χαρακτηρίζοντάς το παροδικό- με αποτέλεσμα να καθυστερήσει τις παρεμβάσεις και να βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο.
Διαβάστε ακόμη:
Ενεργειακή ακρίβεια: Οι χώρες της ΕΕ θωρακίζονται εν αναμονή μιας κοινής ευρωπαϊκής αντίδρασης
Η χαρτογράφηση των θαλάσσιων εμπορικών διαδρομών των ρωσικών εξαγωγών
Έρευνα: Πώς οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν την ενεργειακή κρίση (pics)